Παρασκευή 11 Μαΐου 2018

ΛΑΣΚΑΡΙΝΑ ΜΠΟΥΜΠΟΥΛΙΝΑ


Κόρη του Υδραίου πλοιάρχου Σταυριανού Πινότση και της επίσης υδραίας Σκεύως Κοκκίνη, που καταγόταν από εφοπλιστική οικογένεια, γεννήθηκε στις 11 Μαΐου 1771 στις φυλακές της Κωνσταντινούπολης, όπου ο πατέρας της εκρατείτο για συμμετοχή στα Ορλοφικά. Στα 17 της παντρεύτηκε τον Σπετσιώτη πλοίαρχο Δημήτριο Γιάννουζα, από τον οποίο ονομάζετο και Δημητράκαινα. Το 1797, ο σύζυγός της σκοτώθηκε σε συμπλοκή με αλγερινούς πειρατές και η Λασκαρίνα σε ηλικία 26 ετών μένει χήρα με τρία παιδιά, τον Ιωάννη, τον Γεώργιο και την Μαρία.

Το 1801 παντρεύτηκε σε δεύτερο γάμο τον Σπετσιώτη καραβοκύρη Δημήτριο Μπούμπουλη και έγινε έκτοτε γνωστή ως Μπουμπουλίνα (η γυναίκα του Μπούμπουλη). Και ο δεύτερος σύζυγός της σκοτώθηκε σε σύγκρουση με αλγερινούς πειρατές το 1811, μεταξύ Μάλτας και Ισπανίας. Μαζί του απέκτησε τρία παιδιά, την Ελένη, την Σκεύω και τον Νικόλαο.

Με την περιουσία του συζύγου της, που ξεπερνούσε τα 300.000 τάλληρα, η Μπουμπουλίνα ασχολήθηκε με τα ναυτιλιακά κι έγινε μέτοχος σε διάφορα σπετσιώτικα πλοία. Όμως, το 1816 οι Οθωμανοί επεχείρησαν να κατάσχουν την περιουσία της, επειδή τα πλοία του συζύγου της μετείχαν υπό ρωσική σημαία στον Ρωσοτουρκικό Πόλεμο του 1806. Με τη μεσολάβηση του ρώσου πρεσβευτή στην Κωνσταντινούπολη Στρογκάνωφ και της μητέρας του Σουλτάνου Βαλιντέ κατόρθωσε να διασώσει την περιουσία της.

Στην Κωνσταντινούπολη φαίνεται ότι μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία το 1819, αλλά το γεγονός αμφισβητείται, καθώς είναι γνωστό ότι η οργάνωση δεν έκανε ποτέ μέλη της, γυναίκες. Μόλις η Μπουμπουλίνα επέστρεψε στις Σπέτσες διέταξε τη ναυπήγηση του πλοίου «Αγαμέμνων», για το οποίο δαπάνησε 25.000 δίστηλα. Με μήκος 48 πήχεις (περίπου 34 μέτρα) και εξοπλισμένο με 18 κανόνια, ο «Αγαμέμνων» καθελκύστηκε το 1820 και ήταν το μεγαλύτερο πλοίο που έλαβε μέρος στην Επανάσταση.



Ο Εθνικός Ξεσηκωμός βρήκε την Μπουμπουλίνα «πεντηκοντούτιδα, ωραίαν, αρειμάνιον ως αμαζόνα, επιβλητικήν καπετάνισσαν, προ της οποίας ο άνανδρος ησχύνετο και ο ανδρείος υπεχώρει», όπως τη σκιαγράφησε ο δημοσιογράφος και ιστορικός Ιωάννης Φιλήμων. Ξόδευε την περιουσία της, όχι μόνο για τη διατήρηση των πλοίων της, αλλά και για τα στρατεύματα στην ξηρά. Συμμετείχε με το πλοίο της «Αγαμέμνων» στον αποκλεισμό του Ναυπλίου και ανεφοδίασε με δικές της δαπάνες τους υπερασπιστές του Άργους. Σε μια έφοδο των Τούρκων υπό τον Κεχαγιάμπεη σκοτώθηκε ο γιος της Ιωάννης Γιάννουζας. Στη συνέχεια έλαβε μέρος στον αποκλεισμό της Μονεμβασίας, στην πολιορκία και την άλωση του Ναυπλίου και της Τριπόλεως, στην οποία εισήλθε πάνω σε λευκό ίππο και έσωσε τα χαρέμια του Χουρσίτ Πασά από τη μήνη των πολιορκητών.

Μετά την άλωση του Ναυπλίου, το Νοέμβριο του 1822, η Μπουμπουλίνα εγκαταστάθηκε στην πόλη (έδρα της προσωρινής κυβέρνησης), όπου έζησε έως τα μέσα του 1824. Εκδιώχθηκε από το Ναύπλιο κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου, όταν πήρε το μέρος του φυλακισμένου Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, με τον οποίο είχε συγγενέψει, από το γάμο της κόρης της Ελένης με τον γιο του Πάνο. Οι κυβερνητικοί σκότωσαν τον γαμπρό της και από την ίδια αφαίρεσαν το κομμάτι γης που της είχαν δώσει για τις υπηρεσίες της στον Αγώνα.

Έτσι, η Μπουμπουλίνα επέστρεψε πικραμένη στις Σπέτσες και εγκαταστάθηκε στο σπίτι του δεύτερου συζύγου της, μόνη με τα υπολείμματα της περιουσίας της, μέχρι το τέλος της ζωής της, που δεν άργησε να έλθει. Τον Μάιο του 1825 ο γιος της Γεώργιος Γιάννουζας κλέφτηκε με την Ευγενία Κούτση, κουνιάδα του ετεροθαλούς αδελφού της Μπουμπουλίνας, Λάζαρου Ορλόφ. Ο Ορλόφ, συνοδευόμενος από μέλη της οικογένειας Κούτση, πήγε στο σπίτι της Μπουμπουλίνας σε αναζήτηση της Ευγενίας. Στη λογομαχία που ακολούθησε, κάποιος πυροβόλησε και χτύπησε στο μέτωπο την Μπουμπουλίνα, που έπεσε νεκρή (22 Μαΐου). Δεν έχει διαλευκανθεί αν ήταν τυχαίο περιστατικό ή δολοφονία. Τα οστά της εναποτέθηκαν στον ιδιόκτητο ναΐσκο του Αγίου Ιωάννου.

Οι απόγονοι της Μπουμπουλίνας δώρισαν το πλοίο «Αγαμέμνων» στο νεοσύστατο κράτος, το οποίο έγινε η ναυαρχίδα του Ελληνικού Στόλου με το όνομα «Σπέτσαι». Ανατινάχθηκε από τον Ανδρέα Μιαούλη στον Πόρο κατά τη διάρκεια των πολιτικών ταραχών της 29ης Ιουλίου 1831. Το αρχοντικό της Μπουμπουλίνας στις Σπέτσες είναι σήμερα Μουσείο. Περιλαμβάνει συλλογή όπλων, επιστολές και άλλα αρχεία, παλιά βιβλία, πορτραίτα της Μπουμπουλίνας, προσωπικά της αντικείμενα, έπιπλα και διακρίσεις που τις είχαν απονείμει κυρίως ξένες κυβερνήσεις.

Μεταθανάτια έλαβε τον τίτλο του ναυάρχου από τη Ρωσία, πρωτοφανής τιμή για γυναίκα. Το 2018, ήταν η σειρά της πατρίδας της να τήν τιμήσει. Με απόφαση του Υπουργείου Εθνικής Άμυνας (ΦΕΚ 373, Τεύχος Γ, της 11 Απριλίου), της απονεμήθηκε ο βαθμός του υποναυάρχου επί τιμή, ο Πολεμικός Σταυρός Α ‘ Τάξεως και το Μετάλλιο Εξαίρετων Πράξεων, για « τον απαράμιλλο ηρωισμό της, την αυτοθυσία και την αφοσίωση που επέδειξε προς το Ελληνικό Έθνος, τα οποία την κατέστησαν στη μνήμη όλων των Ελλήνων και Ελληνίδων ως Εθνικό ιδεώδες», σύμφωνα με το αιτιολογικό της απόφασης


Στοιχεία: sansimera.gr

Τρίτη 8 Μαΐου 2018

Η ΜΑΧΗ ΤΗΣ ΓΡΑΒΙΑΣ



Η Μάχη στο Χάνι της Γραβιάς ήταν μία από τις πολεμικές εμπλοκές της ελληνικής επανάστασης του 1821, με νικηφόρα έκβαση για τους Έλληνες. Στη μάχη αυτή, που έγινε στις 8 Μαΐου του 1821, ο Οδυσσέας Ανδρούτσος με μόνο 117 άνδρες νίκησε το στρατό του Ομέρ Βρυώνη.

Η εξέλιξη των γεγονότων

Πριν ξεκινήσει από τα Τρίκαλα ο Ομέρ Βρυώνης για την εκστρατεία του κατά της Πελοποννήσου, διέταξε τους πιστούς του καπεταναίους της Δυτικής Ελλάδας να μαζευτούν στη Γραβιά Φωκίδος, απ’ όπου περνώντας θα τους έπαιρνε μαζί του. Στον Οδυσσέα Ανδρούτσο, έστειλε ιδιαίτερο αγγελιοφόρο για να του αναγγείλει το τέλος του Αθανάσιου Διάκου και να του δηλώσει ότι αν ερχόταν στη Γραβιά μαζί με τους άλλους καπετάνιους όχι μόνο θα τον συγχωρούσε για το φόνο του Χασάν μπέη Γκέκα, αλλά θα του έδινε και το αρματολίκι της Λιάκουρας.

Στις 3 Μαΐου του 1821, ο Οδυσσέας Ανδρούτσος έφθασε στη Γραβιά με τον Κοσμά Σουλιώτη, τον Ευστάθιο Κατσικογιάννη και μία ομάδα από 100 άνδρες. Κατάλαβε αμέσως καλά ποια ήταν η κατάσταση και υπέδειξε στους επαναστάτες ότι έπρεπε με κάθε θυσία να σταματήσουν εκεί την πορεία του εχθρού.

Αφού μαζεύτηκαν εκεί ύστερα από πρόσκληση του Ανδρούτσου και άλλοι καπεταναίοι, ο Οδυσσέας Ανδρούτσος τούς πρότεινε να κλειστούν στο Χάνι, ώστε μη μπορώντας να υποχωρήσουν, να αναγκαστούν να πολεμήσουν πάση θυσία για να ανακόψουν την πορεία του Ομέρ Βρυώνη. Όμως ούτε ο Πανουργιάς, ούτε ο Γιάννης Δυοβουνιώτης δέχτηκαν. Τελικά, χωρίστηκαν σε τρία τμήματα. Το ένα, με τον Πανουργιά και τον Δυοβουνιώτη, έπιασε τα υψώματα του Χλωμού, αριστερά από το δρόμο. Το άλλο με τον Κοσμά Σουλιώτη και τον Κατσικογιάννη, τα υψώματα δεξιά από το δρόμο. Όσοι ήθελαν θα κλείνονταν μαζί με τον Οδυσσέα Ανδρούτσο μέσα στο Χάνι. Μάλιστα, για να τους ενθαρρύνει περισσότερο, ο Ανδρούτσος κάλεσε τους άνδρες του να χορέψουν και έσυρε το τσάμικο. Πρώτος άρπαξε το μαντήλι ο Γιάννης Γκούρας, ύστερα ο Παπανδριάς, ο Κομνάς Τράκας, ο Αγγελής Γοβιός, οι Καπογιωργαίοι κ.ά. Μέσα σε λίγα λεπτά, είχαν μετατρέψει το Χάνι σε φρούριο. Έφραξαν τα ανοίγματα και άνοιξαν τουφεκήθρες.




Η πορεία της μάχης

Μόλις έφτασε ο Ομέρ Βρυώνης, αφού εκτόπισε τα τμήματα του Πανουργιά, του Δυοβουνιώτη, του Σουλιώτη και του Κατσικογιάννη, αντιλήφθηκε όσα συνέβαιναν μέσα στο Χάνι και θύμωσε πολύ. Αφού οι Τούρκοι περικύκλωσαν την περιοχή και το Χάνι, έστειλε τον Χασάν-δερβίση για να πει στον Ανδρούτσο να παραδοθεί. Όμως ο Ανδρούτσος δεν δέχτηκε και η διαπραγμάτευση έγινε υβριστική, με αποτέλεσμα ο δερβίσης να πέσει νεκρός από σφαίρα του Ανδρούτσου. Αυτό έδωσε το σύνθημα της μάχης. Οι Τούρκοι επιτέθηκαν στο πανδοχείο, αλλά αποκρούσθηκαν με μεγάλες απώλειες και αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν. Έτσι η πρώτη έφοδος αποκρούσθηκε, το ίδιο και η δεύτερη και η τρίτη. Ο Βρυώνης βλέποντας τους άνδρες του να πέφτουν από τα πυρά των Ελλήνων, διέταξε να φέρουν κανόνια για να ανατινάξει το κτίριο. Οι Τούρκοι σταμάτησαν την επίθεση μέχρι να έρθουν τα κανόνια, ενώ οι Έλληνες, που κατάλαβαν τις προθέσεις τους, τη νύχτα, αργά προς τα ξημερώματα, αφού είχαν πετύχει να προβάλλουν γενναία αντίσταση και να σκοτώσουν πάνω από 300 Τούρκους, καθυστερώντας ταυτόχρονα την πορεία του εχθρού, κατάφεραν να εγκαταλείψουν κρυφά το Χάνι περνώντας ανάμεσα από τις εχθρικές τουρκικές γραμμές. Η παράτολμη έξοδος τους στοίχισε μόνο τέσσερις νεκρούς.

Συνέπειες της μάχης

Τα θύματα των Τούρκων ήταν πολυάριθμα. Πάνω από 300 νεκροί και 600 τραυματίες μέσα σε λίγες ώρες. Οι Έλληνες έχασαν μόνο έξι πολεμιστές. Η στρατηγική επιτυχία της μάχης αυτής ήταν μεγάλη. Εμπόδισε την κάθοδο του Ομέρ Βρυώνη στην Πελοπόννησο και διευκόλυνε τη νίκη στο Βαλτέτσι που εμψύχωσε την επανάσταση. Συγκεκριμένα, μετά τη μάχη στη Γραβιά, ο Βρυώνης συγκλονίστηκε τόσο πολύ που αποφάσισε να σταματήσει προσωρινά την εκστρατεία του και να υποχωρήσει στην Εύβοια, για να συναντήσει αργότερα τις δυνάμεις του Κιοσέ Μεχμέτ. Έτσι παρεμποδίστηκε η κάθοδος ενός τόσο ισχυρού στρατού στην Πελοπόννησο, όπου η επανάσταση ακόμα δεν είχε εδραιωθεί, ενώ συνέβαλε στην έναρξη του αγώνα και στη δυτική Ελλάδα.

Παραπομπές

1. Σπυρίδωνος Τρικούπη, Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως, εκδ. Γιοβάνη, τόμος Α, κεφ. ΙΔ.
2. Σπυρίδωνος Τρικούπη, Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως, εκδ. Γιοβάνη, τόμος Α, κεφ. ΙΔ.
3. Ιωάννα Διαμαντούρου, «Ο Αγώνας στην Ανατολική Στερεά. Η μάχη της Γραβιάς», Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Εκδοτική Αθηνών, τομ. ΙΒ, 1975, σελ. 115

Η ΜΑΧΗ ΣΤΗΝ ΓΕΦΥΡΑ ΤΩΝ ΠΑΠΑΔΩΝ-ΔΡΑΜΑ




Κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου πολέμου και συγκεκριμένα τον Μάρτιο του 1941, η Βουλγαρία του βασιλιά Βόρις Γ’, εισήλθε στον πόλεμο με στο πλευρό των δυνάμεων του άξονα (Γερμανίας, Ιταλίας) υπογράφοντας σύμφωνο συνεργασίας. Το αντάλλαγμα που δόθηκε στους Βούλγαρους για την συμμετοχή τους ήταν ελληνικά και σερβικά εδάφη καθώς και η αιώνια προσδοκία των Βούλγαρων, να βγουν στο Αιγαίο. Η συμφωνία έγινε την 1η Μαρτίου 1941 και στις 6 Απριλίου 1941 οι γερμανικές δυνάμεις εφόρμησαν από την Βουλγαρία εναντίον των οχυρών της «Γραμμής Μεταξά» προσβάλλοντας το ελληνικό έδαφος.

Παρά την ηρωική αντίσταση τους, οι ελληνικές δυνάμεις οι οποίες υπέφεραν από ελλείψεις σε πυρομαχικά και άνδρες, τελικά αναγκάστηκαν να συνθηκολογήσουν. Έτσι η χώρα περνάει στην περίοδο της κατοχής με την Μακεδονία και το μεγαλύτερο μέρος της Θράκης να περνούν υπό τον έλεγχο των πιο θηριωδών από τους τρεις κατακτητές του Ελληνισμού στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.

Από τις πρώτες ημέρες η κατοχική Βουλγαρική Διοίκηση προσπαθούσε να ξεκινήσει ένα σχέδιο εκβουλγαρισμού της περιοχής. Τοποθετήθηκαν άμεσα Βούλγαροι πρόεδροι, ιερείς και δάσκαλοι ενώ ταυτόχρονα έκλειναν ελληνικά σχολεία και εκκλησίες ενώ τον ρόλο της διατήρησης της τάξης ανέλαβε άμεσα ο βουλγαρικός στρατός και οι ΟΧΡΑΝΑ (παραστρατιωτικές οργανώσεις βουλγαριζόντων σλαβοφώνων). Βασανιστήρια, ξυλοδαρμοί και φυλακίσεις ήταν καθημερινά φαινόμενα ενώ άρχισε και η εποίκηση Βούλγαρων πολιτών.

Όλα αυτά ανάγκασαν το πιεζόμενο ελληνικό στοιχείο να εγκαταλείψει την περιοχή προς τα νησιά και την Νότια Ελλάδα. Οι Έλληνες όμως της Ανατολικής Μακεδονίας δεν έπαψαν να ζητούν ελευθερία και άρχισαν να οργανώνονται καταφεύγοντας και στα βουνά της Δράμας μαζί με ομάδες Ελλήνων του Δυτικού Πόντου, πολλοί από τους οποίους ήταν εξασκημένοι στον ανταρτοπόλεμο, ήταν σκληροτράχηλοι, ολιγαρκείς και άριστοι σκοπευτές, από τον καιρό που βρίσκονταν στον Πόντο.

Μετά την εξέγερση του 1941 στην Δράμα, οι βουλγαρικές δυνάμεις (σχεδόν ολόκληρη η 2η βουλγαρική στρατιά) επέδραμαν εναντίον των ανοχύρωτων και άοπλων ελληνικών πόλεων και κωμοπόλεων. Ακολούθησε όργιο σφαγών, και λεηλασιών όπου Βούλγαροι στρατιώτες, χωροφύλακες και κομιτατζήδες πυρπολούσαν και εκτελούσαν αδιακρίτως. Τα Κίργια, η Χωριστή, το Δοξάτο, η Πρωτοτσάνη, ο Νικηφόρος, η Κορμίστα οι Σίταργοι αλλά και η Δράμα, παραδόθηκαν στις φλόγες και στην λεηλασία. Διάφορες πηγές αναφέρουν από 2500 – 15000 νεκρούς αμάχους (γέρους, γυναίκες, παιδιά).

Βέβαια σε αυτή την σφαγή, η κατοχική κυβέρνηση έμεινε άπραγη ενώ ο αρχιεπίσκοπος Δαμασκηνός, διαμαρτυρήθηκε έντονα στις γερμανικές αρχές χωρίς αποτέλεσμα. Μετά και από αυτά τα γεγονότα, οι αντάρτικες ομάδες στα βουνά της Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης, άρχισαν να ενισχύονται σε άνδρες. Οι αντάρτικες ομάδες οι οποίες απαρτίζονταν κυρίως από Ποντίους, ενώθηκαν και έτσι προήλθε ο ΕΣΕΑ (Ένωση Συμπολεμιστών Εθνικού Αγώνα).




Αντών-Τσαούς (Αντώνιος Φοστερίδης)

Από τις ομάδες αυτές αναδείχθηκαν μια σειρά από οπλαρχηγούς όπως οι Μπεχλιβανίδης, Τσακιρίδης, Τοπούζογλου, Καρανάσιος κ.α. των οποίων οι ομάδες ανταρτών ήταν μικρές και λιτά εξοπλισμένες. Ο ικανότερος οπλαρχηγός όλων ήταν ο Αντών-Τσαούς (Αντώνιος Φωστηρίδης), ο οποίος αναγνωρίστηκε ως κοινός αρχηγός των Εθνικών Ανταρτικών Ομάδων στις 18 Ιανουαρίου 1944. Η οργάνωση αυτή έλαβε επίσημη αναγνώριση από το Συμμαχικό Αρχηγείο της Μέσης Ανατολής και δέχτηκε σημαντική ενίσχυση σε οπλισμό και πολεμοφόδια από Συμμαχικές ρίψεις που γίνονταν στην ανατολική πλευρά του ποταμού Νέστου.

Η αντιστασιακή οργάνωση αριθμούσε συνολικά γύρω στους επτακόσιους αντάρτες χωρισμένους σε ολιγομελείς ομάδες και σύντομα εξελίχθηκε σε υπολογίσιμο αντίπαλο των Βουλγάρων . Οι ομάδες αυτές είχαν την αμέριστη υλική και ηθική συμπαράσταση του πληθυσμού των ορεινών χωριών (από τα οποία άλλωστε προέρχονταν) και έδρασαν πάντοτε σε τοπικό επίπεδο. Η σημαντικότερη επιτυχία τους εις βάρος των Βουλγάρων ήταν αναμφίβολα η μάχη στην περιοχή του Νέστου κοντά στο χωριό Παπάδες (στην ομώνυμη Γέφυρα) τον Μάιο του 1944.

Η ημερομηνία της μάχης διαφέρει ελαφρά από πηγή σε πηγή. Κυρίως αναφέρονται οι ημερομηνίες 7-11 Μαΐου 1944 και 6-10 Μαΐου 1944.

Τότε λοιπόν οι Βούλγαροι προκειμένου να παρενοχλήσουν την τροφοδοσία των αντάρτικων ομάδων από τους συμμάχους, κινήθηκαν προσπαθώντας να καταλάβουν την τοποθεσία «Τρία Δένδρα» στο όρος Καρά-Ντερέ όπου και πραγματοποιούνταν οι ρίψεις. Για να φτάσουν εκεί όμως οι Βούλγαροι όφειλαν να περάσουν από την γέφυρα του Νέστου κοντά στο χωριό Παπάδες.

Εκεί οι αντάρτες αποφάσισαν να τους εμποδίσουν στήνοντας ενέδρα στους Βούλγαρους.
Οι δυνάμεις των ανταρτών χωρισμένες σε τρεις ομάδες, αριθμούσαν ογδόντα άντρες.

Το πρωί της 7ης Μαΐου, έφτασαν στην γέφυρα οι προφυλακές του βουλγαρικού τάγματος. Την στιγμή που προσπάθησε να περάσει την γέφυρα, οι ενεδρεύοντες αντάρτες άνοιξαν πυρ θερίζοντας τους προπορευόμενους στρατιώτες του εχθρού. Στη συνέχεια φτάνοντας και το υπόλοιπο βουλγαρικό τάγμα, καθηλώθηκε από τα εύστοχα πυρά των Πόντιων ανταρτών. Η μάχη συνεχίστηκε για πολλή ώρα και άρχισαν να καταφθάνουν βουλγάρικες ενισχύσεις αλλά και ενισχύσεις για τους αντάρτες αφού κατέφθασαν αντάρτες από το όρος Καρά-Ντερέ, αλλά και από το όρος Φαλακρόν.

Βλέποντας το αδιέξοδο οι Βούλγαροι χρησιμοποίησαν όλμους και πυροβολικό προκειμένου να περάσουν την γέφυρα. Εδώ θα πρέπει να σημειώσουμε ότι καθ’ όλη την διάρκεια της τετραήμερης μάχης, οι κάτοικοι βοηθούσαν τους αντάρτες είτε πολεμώντας, είτε μεταφέροντας εφόδια.

Στις 9 Μαΐου οι Βούλγαροι σημείωσαν πρόοδο χάρις την παρουσία γερμανικών και βουλγαρικών αεροσκαφών καθέτου εφορμήσεως, που βομβάρδισαν τις ελληνικές θέσεις. Έτσι την επόμενη ημέρα οι αντάρτες συμπτύχθηκαν συντεταγμένα και επέστρεψαν στα βουνά. Η σκληρότερη μάχη που έγινε στην Ανατολική Μακεδονία είχε λήξει.

Οι Βούλγαροι (σύμφωνα με τους Βρετανούς) είχαν πάνω από 150 νεκρούς και τραυματίες. Ελληνικές πηγές διπλασιάζουν τις απώλειες των Βουλγάρων. Οι ελληνικές απώλειες ήταν 9 νεκροί και 28 τραυματίες. Μετά την μάχη και κατά τις ημέρες που ακολούθησαν οι Βούλγαροι προέβησαν σε σκληρά αντίποινα κατά των χωριών της περιοχής. Πυρπολήθηκαν ή υπέστησαν εκτεταμένες ζημιές από τους Βούλγαρους σχεδόν όλα τα χωριά ανατολικά του Νέστου (Μελισσομάνδρα, Βουνοχώρι, Αγριοκερασιά, Παπάδες, Σκαλωτή, Καλλίκαρπο, Σιδηρόνερο, Οροπέδιο κτλ), αλλά τις μεγαλύτερες καταστροφές γνώρισε το χωριό Πολυγέφυρο όπου πυρπολήθηκαν πολλά σπίτια και έγιναν μαζικές εκτελέσεις ακόμα και αμάχων. Εκτελέστηκαν ακόμη και παιδιά (Σκαλωτή).

Ανάμεσα στις πολλές μικρότερες μάχες των εθνικών ομάδων ανταρτών κατά της βουλγαρικής κατοχής, η μάχη στην γέφυρα των Παπάδων ήταν αναμφίβολα η σημαντικότερη και αυτή που προκάλεσε τις μεγαλύτερες απώλειες στον κατακτητή στην κατεχόμενη ανατολική Μακεδονία. Σήμερα στο σημείο αυτό υπάρχει ένα μνημείο που υπενθυμίζει το γεγονός.

ΠΗΓΕΣ

1.Ιάσονας Χανδρινός, Εθνική Αντίσταση 1941-1944, εκδόσεις περισκόπιο
2.Συλλογικό έργο, Οι άλλοι Καπετάνιοι, εκδόσεις ΕΣΤΙΑ
3.Παναγιώτης Αμπεριάδης «ΑΝΑΤΟΛΙΚΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ ΤΟ 1941 ΚΑΙ Η ΕΞΕΓΕΡΣΗ ΤΗΣ ΔΡΑΜΑΣ» Εκδοτικός οίκος Κυριακίδη 1998.
4.Γεωργίου Μόδη «ΑΓΩΝΕΣ ΣΤΗΝ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ» Εκδόσεις Μπαρμπουνάκη 1975





Τρίτη 9 Ιουνίου 2015

Αφιερωμένο στον Καπετάν Τέλλο Άγρα!




Τα περιστέρια ένα πρωί δεν είχανε χαρά ήταν στην στέγη ενός σπιτιού και κλαίγανε και στο διαβάτη λέγανε: Αλίμονο που χάσαμε δύο ανήσυχα φτερά!

Να μην τα πήρε ο άνεμος; Μην ξαποσταίνουν κάπου; Μην έπεσαν στη γης; Τ” αδέρφι μας δεν φαίνεται και τώρα πως θα πάμε; Άσπρο καράβι, όλα μαζί, στον αέρα της αυγής; Κι ένας μικρός κορυδαλλός τραγούδησε απ” το ύψος.

Να μην το περιμένετε, τι δεν θα ξαναρθή . Πολύν καιρό εχάρηκεν αξένοιαστο μαζί σας, μα ήρθεν η ώρα της οργής, η ώρα να υψωθή. Περιστεράκι μια βραδυά κοιμήθηκ” αυτού κάτου, και την αυγή εξύπνησε αητός.

Έχετε γειά ! Πήγε ψηλά κι ευφραίνει τα ματωμένα του φτερά στη βρύση του φωτός..

Ζαχαρίας Παπαντωνίου

(Κάλλας-Τέλλος Άγρας-Νικηφόρος)

Έλληνας στρατιωτικός, γνωστός και ως Τέλλος Άγρας, από τις ηρωικότερες φυσιογνωμίες του Μακεδονικού Αγώνα.

Ο Σαράντος Αγαπηνός, όπως ήταν το πραγματικό του όνομα, γεννήθηκε το 1880 στο Ναύπλιο, όπου ο πατέρας του Ανδρέας Αγαπηνός, από τους Γαργαλιάνους Μεσσηνίας, υπηρετούσε ως εφέτης.

Το 1901 αποφοίτησε από τη Σχολή Ευελπίδων και τοποθετήθηκε ως υπολοχαγός στη φρουρά της Αθήνας. Λίγους μήνες αργότερα κατατάχθηκε εθελοντής στα στρατιωτικά σώματα που πολεμούσαν τους Βούλγαρους κομιτατζήδες στην οθωμανοκρατούμενη Μακεδονία, επειδή πίστευε ότι η ελληνική ψυχή της Μακεδονίας θα αφυπνιζόταν μόνο με τη στρατιωτική δράση.

Πολέμησε, κυρίως, στην περιοχή του Βερμίου και τον Σεπτέμβριο του 1906 έγινε αρχηγός στρατιωτικού τμήματος. Σημαντική υπήρξε η συμβολή του στις σκληρές μάχες για την εκκαθάριση της βαλτώδους λίμνης των Γιαννιτσών (Βάλτος για τους ντόπιους), η οποία είχε καταστεί από τους Βούλγαρους κομιτατζήδες οχυρό απροσπέλαστο.


Στις 14 Νοεμβρίου 1906 τραυματίσθηκε, όταν οι άνδρες του δέχθηκαν επίθεση από το απόσπασμα του κομιτατζή Αποστόλ Πετκόφ και μετέβη στη Θεσσαλονίκη για νοσηλεία. Επέστρεψε στις αρχές του 1907 στην περιοχή, αλλά η κατάσταση της υγείας του χειροτέρεψε, καθώς προσβλήθηκε από ελονοσία.

Τότε, το κέντρο του Μακεδονικού Αγώνα που έδρευε στην Αθήνα, διέταξε την αντικατάστασή του από τον λοχαγό Νικόλαο Δουμπιώτη (καπετάν Αμύντα). Προτού αναχωρήσει από την περιοχή, ο καπετάν Άγρας θέλησε να συναντηθεί με τους αρχηγούς των βουλγαρικών τμημάτων Κασάπσκι και Ζλάταν, με σκοπό είτε να τους εξαγοράσει, είτε να τους πείσει να στραφούν ενωμένοι Έλληνες και Βούλγαροι κατά των Τούρκων.

Παρά την αντίδραση των Ναουσαίων προκρίτων, δέχτηκε να συναντηθεί με τους δύο Βουλγάρους οπλαρχηγούς σε ουδέτερο έδαφος, συνοδευόμενος από ένα άνδρα της εμπιστοσύνης του, τον Αντώνη Μίγκα. Οι Βούλγαροι, παρά τις διαβεβαιώσεις τους, συνέλαβαν αμέσως τους δύο μαχητές και αφού τους διαπόμπευσαν επί μία εβδομάδα, περιφέροντάς τους στα βουλγαρικά χωριά της περιοχής ως δήθεν αιχμαλώτους, τους απαγχόνισαν από τον κλάδο μιας καρυδιάς, που βρισκόταν κοντά το χωριό Τέχοβο στις 7 Ιουνίου 1907.

Ο θάνατος του καπετάν Άγρα συντάραξε το ελληνικό στοιχείο της περιοχής και η προδοσία των Βουλγάρων φανάτισε τους Έλληνες αντάρτες, με αποτέλεσμα ο Μακεδονικός Αγώνας να συνεχιστεί με μεγαλύτερη ένταση.