Παρασκευή 18 Μαΐου 2018

ΤΟ ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΟ ΤΗΣ ΚΕΡΚΥΡΑΣ - ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗ ΤΗΣ ΑΥΤΟΝΟΜΙΑΣ ΤΗΣ ΒΟΡΕΙΟΥ ΗΠΕΙΡΟΥ!!





Τον Μάιο του 1913 υπογράφηκε η συνθήκη του Λονδίνου, με την οποία τερματίστηκε ο A΄ Βαλκανικός Πόλεμος. Με τα άρθρα 2 και 3 της συνθήκης αυτής η Τουρκία παραχωρούσε στους ηγεμόνες της Βαλκανικής Χερσονήσου σχεδόν όλα τα ευρωπαϊκά εδάφη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, εκτός από την Αλβανία, την φροντίδα της οποίας ανελάμβαναν συλλογικά οι έξι Μεγάλες Δυνάμεις (Βρετανία, Γαλλία, Ρωσία, Γερμανία, Aυστροουαγγαρία και Ιταλία). Με το άρθρο 5 της ίδιας συνθήκης την ευθύνη για τον καθορισμό των νησιών του ανατολικού Αιγαίου είχαν οι έξι Δυνάμεις. Το τραγικό δίλημμα είχε πια τεθεί.

Λίγο αργότερα, τον Ιούλιο, οι Μεγάλες Δυνάμεις έθεταν «υπό την εγγύησή τους» την Αλβανία, η οποία γινόταν ηγεμονία κληρονομική, κυρίαρχη και ουδέτερη, ενώ το Δεκέμβριο του 1913, με το επαίσχυντο «Πρωτόκολλο της Φλωρεντίας» η Βόρειος Ήπειρος επιδικαζόταν στο νεοσύστατο αλβανικό κράτος.

Ποια γεγονότα μεσολάβησαν και τα πράγματα από τον Μάρτιο πήραν τέτοια δραματική στροφή; H εξέλιξη αυτή πρέπει να αναζητηθεί στη διαμόρφωση των βορείων και ανατολικών συνόρων του υπό εκκόλαψη κράτους. Είναι φανερό ότι η Βόρειος 'Ήπειρος θυσιάστηκε για να αποζημιωθεί η γειτονική χώρα και να γίνει βιώσιμο κράτος.

Οι Βορειοηπειρώτες αντέδρασαν στην αφύσικη αυτή τροπή. Ήδη, μετά τη δυσμενή διαμόρφωση της κατάστασης, σχηματίστηκαν σε πόλεις και χωριά «Επιτροπές Εθνικής Αμύνης» και συγκρότησαν «Ιερούς Λόχους» και «Επιμελητείες».

Στις 31 Ιανουαρίου 1914 επιδόθηκε στην ελληνική κυβέρνηση διακοίνωση των Μεγάλων Δυνάμεων, με την οποία διατυπωνόταν η αξίωση, μέσα σε τακτή προθεσμία, να αποχωρήσει ο στρατός μας από τη Βόρειο Ήπειρο. Σε αντίθετη περίπτωση τα νησιά του ανατολικού Αιγαίου δεν θα δινόταν στην Ελλάδα.



H Αθήνα συμμορφώθηκε και με διακοίνωση της ελληνικής κυβέρνησης προς τους πρεσβευτές των μεγάλων Δυνάμεων ο στρατός αποχωρούσε από τη Βόρειο Ήπειρο. Τότε άρχισε η εξέγερση των Βορειοηπειρωτών.

Πρώτη ξεσηκώθηκε η Xειμάρα (9 Φεβρουαρίου) με τον Σπύρο Mήλιο, ο οποίος κήρυξε την αυτονομία της Ηπείρου. Ταυτόχρονα συνήλθε στην Αθήνα Πανηπειρωτικό Συνέδριο. Αποφασίστηκε η αντίσταση και ορίστηκε επικεφαλής του Αγώνα ο Γεώργιος Ζωγράφος, γιος του Μεγάλου Ευεργέτη Xρηστάκη Ζωγράφου, από το Kεστοράτι Αργυρόκαστρου.

O Γεώργιος Ζωγράφος είχε σπουδάσει στο Παρίσι και στο Μόναχο. Το 1905 εκλέχτηκε βουλευτής Καρδίτσας. Το 1909 ανέλαβε το υπουργείο Εξωτερικών. Μετά την απελευθέρωση της Ηπείρου ο Βενιζέλος τον τοποθέτησε Γενικό Διοικητή της.

Όταν του ανατέθηκε η αρχηγία του αυτονομιακού αγώνα, παραιτήθηκε από τη θέση του και στις 12 Φεβρουαρίου 1914 ανέβηκε στο Αργυρόκαστρο. Αμέσως σχημάτισε την Προσωρινή Κυβέρνηση της Αυτονόμου Ηπείρου.

Πρόεδρος ανέλαβε ο ίδιος, υπουργός Εξωτερικών ο Aλέξ. Kαραπάνος, Οικονομικών ο Iωάν. Παρμενίδης, Στρατιωτικών ο Δημήτριος Δούλης, Παιδείας και Θρησκείας ο Μητροπολίτης Δρυϊνουπόλεως Βασίλειος και μέλη της Κυβέρνησης ο Μητροπολίτης Κορυτσάς κ Γερμανός και ο Μητροπολίτης Bελλάς και Kονίτσης κ. Σπυρίδων.



Μετά τον σχηματισμό της Προσωρινής Κυβέρνησης τα γεγονότα εξελίχτηκαν ραγδαία. Στις 16 Φεβρουαρίου κηρύχτηκε η αυτονομία στους Αγίους Σαράντα και το Δέλβινο και όλα έδειχναν ότι η εξέγερση θα γενικευόταν σε ολόκληρη τη Βόρειο Ήπειρο.

Το μεγάλο ερώτημα που ανέκυψε ήταν η στάση του ελληνικού στρατού. O Βενιζέλος κατηγορηματικά διαβεβαίωνε τις Μεγάλες Δυνάμεις ότι τα ελληνικά στρατεύματα θα αποχωρούσαν από την Βόρειο Ήπειρο και «δεν θα προέβαλαν αντίσταση, ούτε θα υποστήριζαν, ούτε θα ενεθάρρυναν, άμεσα ή έμμεσα, καμιά αντίσταση κατά της "στάσης πραγμάτων" που είχαν διαμορφώσει οι Mεγάλες Δυνάμεις».

Το πρόβλημα είχε επικεντρωθεί στις δύο μεγάλες πόλεις, το Αργυρόκαστρο και την Κορυτσά.

Διοικητής της Κορυτσάς ήταν ο συνταγματάρχης Aλέξ. Κοντούλης, άτομο ιδιόρρυθμο, με δικές του απόψεις όσον αφορά την προσέγγιση Ελλήνων και Tουρκαλβανών. O Κοντούλης παρέδωσε την πόλη στους Αλβανούς. Μετά την εκκένωση της Κορυτσάς από τον ελληνικό στρατό, με ενέργειες πάλι του Κοντούλη, παραδόθηκαν στους Αλβανούς οι περιοχές Mοσχόπολης και Κολωνίας.

Στο Αργυρόκαστρο τα πράγματα εξελίχτηκαν διαφορετικά. Εκεί Διοικητής ήταν ο υποστράτηγος Aναστ. Παπούλας, ο οποίος, όταν διέγνωσε ότι οι κάτοικοι δεν επρόκειτο να παραδώσουν την πόλη στους Αλβανούς, δεν επέμεινε.

Πανηγυρικά στις 17 Φεβρουαρίου 1914 ανακηρύχτηκε στο Αργυρόκαστρο η Αυτονομία και υψώθηκε η σημαία με τον σταυρό και τον δικέφαλο αετό. Στο μεταξύ στις 20 Φεβρουαρίου η αυτονομία κηρύχτηκε στο Λεσκοβίκι και στις 23 του ίδιου μήνα στην Πρεμετή. Στην περιοχή της Πρεμετής έγιναν οι πρώτες σοβαρές μάχες με τους Αλβανούς. H νίκη των αυτονομιακών στην Πρεμετή προκάλεσε έκπληξη στη διεθνή κοινή γνώμη και κατέδειξε ότι η επαναστατική κίνηση δεν ήταν τυχαία.

Τελική έκβαση του αγώνα κρίθηκε στο Αργυρόκαστρο και την Κορυτσά. Στην Κορυτσά από τις 19 Μαρτίου του '14 άρχισε ένοπλη εξέγερση των Ελλήνων κατοίκων κατά των Αλβανών και των Ολλανδών αξιωματικών τους. H εξέγερση αυτή τελικά απέτυχε από έλλειψη εφοδίων. Σ' αυτή την εξέγερση σκοτώθηκαν 114 'Έλληνες, ανάμεσά τους και 7 γυναίκες και ο διάκονος της Μητρόπολης Βασίλειος Γκιώνης.



Λίγο αργότερα έφτασε στην Κορυτσά ο γνωστός Μακεδονομάχος Γεώργιος Tσόντος-Bάρδας, ταγματάρχης του πυροβολικού. Με την άφιξή του αναθερμάνθηκε ο αγώνας και ύστερα από επιτυχείς μάχες με τους Αλβανούς, κατά το τελευταίο δεκαήμερο του Απριλίου, πολιόρκησε στενά την Κορυτσά.

Στον τομέα Αργυρόκαστρου η ισχυρή αλβανική πίεση είχε ως αποτέλεσμα τη μετακίνηση της Προσωρινής Κυβέρνησης στους Γεωργουτσάτες. Στη σκληρή μάχη που έγινε από τις 20 έως τις 23 Απριλίου στη Μονή Tσέπου, υπερίσχυσαν οι αυτονομιακοί, με συνέπεια τα αλβανικά στρατεύματα να υποχωρήσουν προς Βορρά. Από τις εξελίξεις αυτές φάνηκε καθαρά ότι οι Aλβανοί δεν ήταν σε θέση να ελέγξουν ούτε την περιοχή της Κορυτσάς και ούτε να καταλάβουν το Αργυρόκαστρο. H αλβανική κυβέρνηση, κάτω από τον κίνδυνο οριστικής συντριβής τους, ζήτησε την παρέμβαση της Διεθνούς Επιτροπής Ελέγχου για σύναψη ανακωχής.

H Προσωρινή Κυβέρνηση ανταποκρίθηκε θετικά στο αίτημα. Τα μέλη της Διεθνούς Επιτροπής, εκπρόσωπος της αλβανικής κυβέρνησης και οι: Γ. Ζωγράφος και Aλέξ. Kαραπάνος, εκπρόσωποι της Αυτονόμου Ηπείρου, συναντήθηκαν στους Αγίους Σαράντα. Από κει πέρασαν στην Κέρκυρα, όπου στις 17 Μαΐου (νέο ημερολόγιο) υπέγραψαν Πρωτόκολλο, με το οποίο δικαιωνόταν ο αγώνας των Bορειοηπειρωτών.

Mε το «Πρωτόκολλο της Κέρκυρας», όπως καθιερώθηκε να λέγεται, εξασφαλιζόταν ειδική ελευθερία και η συγκρότηση ειδικού σώματος Χωροφυλακής. Κατοχυρωνόταν η χρήση και διδασκαλία της ελληνικής γλώσσας και απαγορευόταν η είσοδος και η στάθμευση στις δύο επαρχίες «στρατιωτικών μονάδων μη αυτοχθόνων». H Βόρειος Ήπειρος με τις διατάξεις αυτού του Πρωτοκόλλου αποκτούσε ευρεία αυτονομία μέσα στα όρια της αλβανικής επικράτειας. Το Πρωτόκολλο συνυπογράφηκε από όλες τις πλευρές. Από την πλευρά των Βορειοηπειρωτών η κύρωση επιτεύχθηκε στο Πανηπειρωτικό Συνέδριο που συνήλθε στο Δέλβινο. Στο Συνέδριο αυτό συμμετείχαν αντιπρόσωποι από τις περιοχές Xειμάρας, Αγίων Σαράντα, Aργυροκάστρου, Πρεμετής, Πωγωνίου, Λεσκοβικίου, Eρσέκας και Κορυτσάς.

Οι αντιπρόσωποι της Xειμάρας αρνήθηκαν να προσυπογράψουν τις συμφωνίες. Έφυγαν από τη Συνέλευση ζητωκραυγάζοντας το σύνθημα που είχε συνυφανθεί με τους αγώνες και την καθημερινή τους ζωή: Ένωσις ή Θάνατος.

Μετά τον θριαμβευτικό αγώνα των Βορειοηπειρωτών και την επιτευχθείσα αυτονομία οι Δυνάμεις της Εγκάρδιας Συνεννόησης (Bρετανία, Γαλλία και Pωσία) συγκατατέθηκαν στην κατάληψη των Επαρχιών Αργυρόκαστρου και Κορυτσάς από τον ελληνικό στρατό. Στις 24 Oκτωβρίου 1914 παραδόθηκε όλη η περιοχή στα ελληνικά στρατεύματα.



Τον Ιανουάριο του 1916 αντιπρόσωποι της Βορείου Ηπείρου έλαβαν μέρος στις εργασίες της A΄ Συνόδου της KA΄ Περιόδου της Βουλής των Ελλήνων. Nα μνημονεύσουμε το από 3 Mαρτίου 1916 σημαντικό Βασιλικό Διάταγμα «Περί επεκτάσεως ισχύος του 258 νόμου εις την Bόρειον 'Hπειρον» (εφημερίς της Kυβερνήσεως του Bασιλείου της Eλλάδος, A΄ , 17 Mαρτίου 1916, αρ. 54).

Δυστυχώς, όμως, η Ελλάδα του 1916 δεν ήταν η Ελλάδα του 1914. Είχε διαβρωθεί και καταστραφεί από τον διχασμό. Στις αρχές του Σεπτεμβρίου του 1916, η Iταλία, έχοντας τη συγκατάθεση των Δυνάμεων της Συνεννόησης, κατέλαβε το Aργυρόκαστρο. Το ίδιο έκαναν ένα μήνα αργότερα και οι Γάλλοι στην Kορυτσά. Tο 1917 οι Ιταλοί επέβαλαν κατοχικό καθεστώς και στα Iωάννινα, από όπου τελικά αναγκάστηκαν να αποχωρήσουν. H Bόρειος Ήπειρος είχε χαθεί.

Μια προσπάθεια να δοθεί τέλος στην τραγωδία των Bορειοηπειρωτών έγινε από τον Ελευθέριο Βενιζέλο το 1919. Τότε ήρθε σε συμφωνία με τον υπουργό των Εξωτερικών της Ιταλίας Tommaso Tittoni οι επαρχίες Αργυρόκαστρου και Κορυτσάς να ενωθούν με την Ελλάδα, αλλά η Ρώμη αθέτησε τις συμφωνίες.

Τον Δεκέμβριο του 1920 η Αλβανία έγινε μέλος της Κοινωνίας των Εθνών και τον Νοέμβριο του 1921 η Βόρειος 'Ήπειρος επιδικάστηκε και πάλι στην Αλβανία. Βέβαια η σημαία του σταυρού υψώθηκε για άλλη μια φορά στην Κορυτσά και το Αργυρόκαστρο κατά τον Eλληνοϊταλικό πόλεμο του 1940, αλλά, δυστυχώς, οι τότε Μεγάλες Δυνάμεις και πάλι αντέδρασαν και απέτρεψαν την ενσωμάτωση της Βορείου Ηπείρου στην Ελλάδα.



Το Βορειοηπειρωτικό παραμένει εκκρεμές στο συμβούλιο των υπουργών των Εξωτερικών των τεσσάρων νικητριών Δυνάμεων (Ηνωμένων Πολιτειών, Σοβιετικής 'Ένωσης, Βρετανίας και Γαλλίας). 'Όπως είναι γνωστό στο Παρίσι το 1946 πραγματοποιήθηκε η Διάσκεψη των τεσσάρων νικητριών Δυνάμεων. Στο συμβούλιο των υπουργών των Εξωτερικών και πάλι δεν ικανοποιήθηκε το αίτημα της Ελλάδος και η Βόρειος Ήπειρος (αντέδρασε ο υπουργός των Εξωτερικών της Σοβιετικής Ένωσης Mολότωφ) παρέμεινε στην αλβανική επικράτεια.

Δεν υπάρχει καμιά άλλη μεταπολεμική διεθνής πράξη που να κατοχυρώνει νομικά το γεγονός ότι η Βόρειος Ήπειρος παραμένει τμήμα της Αλβανίας. H μεθοριακή γραμμή μεταξύ Ελλάδος και Αλβανίας υφίσταται μόνο de facto και όχι de jure. Tο Βορειοηπειρωτικό ζήτημα εξακολουθεί να παραμένει ανοιχτό ηθικά και νομικά. Ήδη μετά την κατάρρευση του Xοτζικού καθεστώτος οι 'Έλληνες της Βορείου Ηπείρου εγκαταλείπουν ομαδικά τις πατρογονικές τους εστίες για να ζήσουν καλύτερα οι ίδιοι και τα παιδιά τους, με αποτέλεσμα να «αδειάζει» στην κυριολεξία ο τόπος, με ανυπολόγιστες συνέπειες. Είναι ανάγκη, για να μην μεμφόμεθα αργότερα άλλους, να γίνει κατανοητό ότι η δική μας αδιαφορία κρύβει οδυνηρές εκπλήξεις για τον μαρτυρικό Βορειοηπειρωτικό ελληνισμό.







Στοιχεία: voriosipiros.gr




Κυριακή 13 Μαΐου 2018

Η ΜΑΧΗ ΤΟΥ ΒΑΛΤΕΤΣΙΟΥ


Από τις σημαντικότερες μάχες της Ελληνικής Επανάστασης, που άνοιξε τον δρόμο για την άλωση της Τριπολιτσάς (σημερινής Τρίπολης) στις 23 Σεπτεμβρίου 1821. Διεξήχθη στις 12 και 13 Μαΐου του 1821 γύρω από το ορεινό χωριό Βαλτέτσι της Μαντινείας (12 χιλιόμετρα δυτικά της Τριπολιτσάς) και στέφθηκε από τη νίκη των ελληνικών όπλων.

Μετά τη 
μάχη του Λεβιδίου (14 Απριλίου 1821) και την ήττα των Τούρκων, δημιουργήθηκαν ελληνικά στρατόπεδα στο Βαλτέτσι, το Χρυσοβίτσι και την Πιάνα, με πρωτοβουλία του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, για τον συντονισμό των πολεμικών επιχειρήσεων που απέβλεπαν στην άλωση της Τριπολιτσάς, του σημαντικότερου οθωμανικού στρατιωτικού και διοικητικού κέντρου της Πελοποννήσου. Ήταν εξαρχής το στρατηγικό σχέδιο του «Γέρου του Μωριά», που κατόρθωσε, με δυσκολία είναι αλήθεια, να το επιβάλει και στους λοιπούς οπλαρχηγούς. Ο ίδιος πηγαινοερχόταν καθημερινά στα τρία στρατόπεδα, επιλύοντας κάθε πρόβλημα που παρουσιαζόταν και ενθαρρύνοντας τα παλληκάρια. «Εκοιμόμουν εις το Βαλτέτσι, εγευμάτιζα στην Πιάνα και εδείπναγα εις το Χρυσοβίτσι» γράφει χαρακτηριστικά στα Απομνημονεύματά του.

Η στρατηγική σημασία του Βαλτετσίου και η ενίσχυση του στρατοπέδου αυτού αποτελούσαν απειλή για τους Τούρκους. Στις 
25 Απριλίου 1821 ισχυρές δυνάμεις προερχόμενες από το Ναύπλιο επιτέθηκαν κατά των Ελλήνων. Ο τουρκικός αιφνιδιασμός ανάγκασε τους υπερασπιστές του υπό τον Κυριακούλη Μαυρομιχάλη να αποσυρθούν, με αποτέλεσμα το χωριό να πυρποληθεί. Ο Κολοκοτρώνης, που είχε υποθέσει ότι οι Τούρκοι θα κατευθύνονταν προς ένα άλλο ελληνικό στρατόπεδο στα Βέρβαινα, έσπευσε στο Βαλτέτσι και ανασυγκρότησε το στρατόπεδο.

Για την αμυντική του θωράκιση κατασκευάστηκαν προμαχώνες (ταμπούρια) στους λόφους γύρω από το χωριό και οχυρώθηκαν η εκκλησία και τα λιγοστά σπίτια του χωριού που είχαν απομείνει από την καταστροφή της 
25ης Απριλίου. Τον ανατολικό προμαχώνα, στο Χωματοβούνι, κατέλαβαν ο Κυριακούλης και ο Ηλίας Μαυρομιχάληςμε τους σκληροτράχηλους Μανιάτες, τον δυτικό ο γηραιός Μητροπέτροβας, ο Δημήτριος Παπατσώνης, ο Ιωάννης Μαυρομιχάλης, ο Παναγιώτης Κεφάλας και άλλοι Μεσσήνιοι, στον βορειοανατολικό προμαχώνα τοποθετήθηκαν τα αδέλφια Ηλίας και Νικήτας Φλέσσας, ο Αθανάσιος Σώρης και άλλοι Γορτύνιοι οπλαρχηγοί, ενώ στην εκκλησία του χωριού ταμπουρώθηκαν οι Μπουραίοι, ο Ηλίας Τσαλαφατίνος και ο Ιωάννης Κατσανός. Αρχηγός του ελληνικού στρατοπέδου ορίστηκε ο Κυριακούλης Μαυρομιχάλης. Ταυτόχρονα, στην Επάνω Χρέπα τοποθετήθηκε σκοπιά για να ειδοποιήσει έγκαιρα με καπνούς ποια θα ήταν η κατεύθυνση των εχθρικών στρατευμάτων.



Από τις 6 Μαΐου 1821 ο κεχαγιάμπεης του Χουρσίτ Πασά, ονόματι Μουσταφ, βρισκόταν στην Τριπολιτσά, προερχόμενος από την Ήπειρο, όπου ο αρχηγός του, διοικητής της Πελοποννήσου, πολεμούσε τον Αλή Πασά, που είχε αυτονομηθεί από τον Σουλτάνο. Εκεί πληροφορήθηκε την ανασύσταση του ελληνικού στρατοπέδου στο Βαλτέτσι και αποφάσισε να δράσει. Είχε ως στόχο πρώτα να διαλύσει το στρατόπεδο στο Βαλτέτσι και στη συνέχεια να καταστείλει την επανάσταση στη Μεσσηνία και να υποτάξει τη Μάνη. Αμέσως μετά θα επέστρεφε νικητής και τροπαιούχος στην Τριπολιτσά, αναμένοντας δόξα και τιμές από τον Σουλτάνο.
Ο Μουσταφάμπεης συγκρότησε ένα άρτιο εξοπλισμένο στρατιωτικό σώμα από 12.000 άνδρες, του οποίου ηγούντο εμπειροπόλεμοι αξιωματικοί. Οι ελληνικές δυνάμεις στο Βαλτέτσι δεν ξεπερνούσαν τους 2.300 άνδρες. Είχαν ελλιπή οπλισμό και αμφίβολη μαχητική ικανότητα. Ο κίνδυνος για την επανάσταση, που μετρούσε κοντά στους δύο μήνες, ήταν προφανής. Ο Μουσταφάμπεης καθυστέρησε για λίγες μέρες την έναρξη των επιχειρήσεων, επειδή πίστευε ότι οι υπερασπιστές του Βαλτετσίου από τον τρόμο τους θα παραδίδονταν και δεν θα χρειαζόταν να ρίξει ούτε μία τουφεκιά. 

Τελικά, λίγο πριν από τα χαράματα της 12ης Μαΐου 1821 το πρώτο και κυριότερο σώμα του τουρκικού στρατού με αρχηγό τον τουρκαλβανό Ρουμπή από τα Μπαρδουνοχώρια και αποτελούμενο από τρεις χιλιάδες άνδρες έλαβε κατεύθυνση προς τα βόρεια του Βαλτετσίου, με σκοπό να εμποδίσει την αποστολή βοήθειας από τα στρατόπεδα Πιάνας και Χρυσοβιτσίου. Ακολούθησε ένα δεύτερο σώμα από 2.000 έφιππους και πεζούς που κατευθύνθηκε προς τους Αραχαμίτες, ένα τρίτο που έσπευσε να καταλάβει το Φραγκόβρυσο για να αποκόψει το Βαλτέτσι από το στρατόπεδο των Βερβαίνων, ένα τέταρτο για να βοηθήσει το πρώτο από το Καλογεροβούνι και το πέμπτο σώμα με 3.000 άνδρες, τα ορειβατικά πυροβόλα και τα πολεμοφόδια.

Από το Χρυσοβίτσι ο Κολοκοτρώνης είδε τα σήματα καπνού από την Επάνω Χρέπα, ότι τουρκικός στρατός κατευθύνεται προς το Βαλτέτσι, και με 800 άνδρες έσπευσε στην περιοχή, έχοντας ειδοποιήσει και τον 
Δημήτριο Πλαπούτα που βρισκόταν στην Πιάνα. Η μάχη στο Βαλτέτσι, εν τω μεταξύ, είχε ανάψει. Ο Ρουμπή με τους άνδρες του προσπαθούσε να περικυκλώσει και να συντρίψει τους οχυρωμένους στον ανατολικό και βορειοανατολικό προμαχώνα. Ο Κολοκοτρώνης, όμως, κατόρθωσε να καταλάβει ένα ύψωμα και άρχισε να χτυπά τους Τούρκους. Το μεσημέρι της ίδιας ημέρας κατέφθασε και ο Πλαπούτας, ο οποίος με τη σειρά του επιτέθηκε εναντίον τους. Η κατάσταση σύντομα άλλαξε και οι άνδρες του Ρουμπή ήταν αυτοί, που κινδύνευαν να εγκλωβιστούν από τους Έλληνες.

Βλέποντας τον κίνδυνο που διέτρεχαν οι άνδρες του Ρουμπή, ο Μουσταφάμπεης έστειλε δυνάμεις από το Καλογεροβούνι να χτυπήσουν το ταμπούρι των Μανιατών, αλλά χωρίς επιτυχία. Αποτυχημένος ήταν και ο κανονιοβολισμός των ελληνικών θέσεων, αφού οι βόμβες είτε δεν έβρισκαν στόχο, είτε χτυπούσαν τους άνδρες του Ρουμπή. Είχε ήδη βραδιάσει και η μάχη συνεχιζόταν με πείσμα. Ο Κολοκοτρώνης προσπαθούσε να δώσει κουράγιο στους ταμπουρωμένους, λέγοντάς τους ότι αναμένοντας ενισχύσεις 10.000 ανδρών υπό τον 
Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη.

Αργά το βράδυ η μάχη σταμάτησε, με τους δυο αντιπάλους να διατηρούν τις θέσεις του. Τις πρωινές ώρες της 
13ης Μαΐου, ο Κολοκοτρώνης διέσπασε τον τουρκικό κλοιό και ανεφοδίασε τους ταμπουρωμένους με τροφές και πολεμοφόδια. Το ίδιο βράδυ ήλθαν και κάποιες ενισχύσεις από τα Βέρβαινα που δεν ξεπερνούσαν τους 400 άνδρες, με επικεφαλής τους Πέτρο Βαρβιτσιώτη, Δημήτριο Πουλικάκο, Αντώνη Μαυρομιχάλη, Αναγνώστη Κονδάκη και Παναγιώτη Γιατράκο.



Το πρωί η μάχη συνεχίσθηκε με τη σφοδρότητα της προηγουμένης. Χαρακτηριστικοί είναι οι στίχοι του λαϊκού ποιητή Παναγιώτη Κάλα ή Τσοπανάκου (1789-1825) «… στο Βαλτέτσι στο Λεβίδι / πέφτει αλύπητο λεπίδι…». Οι απόπειρες των Τούρκων να καταλάβουν τους προμαχώνες αποτύγχαναν η μία μετά την άλλη. Ο Μουσταφάμπεης, βλέποντας ότι οι άνδρες του Ρουμπή εξακολουθούσαν να βρίσκονται σε δυσχερή θέση και πληροφορούμενος ότι επίκεινται νέες ενισχύσεις των Ελλήνων από τους Νικηταράκαι Γιάννη Κολοκοτρώνη, διέταξε υποχώρηση όλων των δυνάμεών του.

Οι Έλληνες αναθάρρησαν, βγήκαν από τα ταμπούρια και πήραν στο κυνήγι τους Τούρκους, οι οποίοι υποχωρούσαν άτακτα. Οι απώλειές τους ανήλθαν σε 514 νεκρούς και 635 τραυματίες, οι οποίοι μεταφέρθηκαν κατά τη διάρκεια της νύχτας στην Τριπολιτσά. Οι απώλειες των Ελλήνων ανήλθαν σε μόλις 4 νεκρούς και 17 τραυματίες. Στα χέρια των Ελλήνων έπεσε και μεγάλος αριθμός πολεμικού υλικού, ικανού να εξοπλίσει 4.000 άνδρες.

Η μάχη στο Βαλτέτσι κράτησε σχεδόν 23 ώρες και ήταν η πρώτη σημαντική νίκη του Αγώνα. Αμέσως μετά τη μάχη, ο Κολοκοτρώνης συγκινημένος μίλησε προς τους νικητές και όπως αναφέρει ο ίδιος στα Απομνημονεύματά του, τους είπε μεταξύ άλλων ότι η ημέρα αυτή πρέπει να καθαγιαστεί με νηστεία όλων και να εορτάζεται η επέτειός της εις «αιώνας αιώνων, έως ου στέκει το έθνος, διότι ήτο η ελευθερία της πατρίδος». Η νίκη στο Βαλτέτσι ενίσχυσε το ηθικό και την αυτοπεποίθηση των Ελλήνων, στοιχεία που έπαιξαν αποφασιστικό ρόλο στην 
άλωση της Τριπολιτσάς (23 Σεπτεμβρίου 1821).

Η λαϊκή μούσα τίμησε τη νίκη στο Βαλτέτσι με το ακόλουθο δημοτικό τραγούδι:

Τι έχεις, καημένε κόρακα, που σκούζεις και φωνάζεις;
Μήπως διψάς για αίματα, για τούρκικα κεφάλια;
Πέρασε από τα Τρίκορφα και σύρε στο Βαλτέτσι,
όπου είν' ο τόπος δυνατός και δυνατά ταμπούρια,
εκεί θα βρεις τα αίματα, τα τούρκικα κεφάλια,
Τρία μπαϊράκια κίνησαν από μέσα από τη χώρα,
το ένα πάει στα Τρίκορφα, τ' άλλο στους Αραχαμίτες,
κι αυτός ο Κεχαγιάμπεης πηγαίνει στο Βαλτέτσι.
Ο Κυριακούλης του μιλάει κι ο Μπεζαντές του λέει:
«Πού πας, βρε Κεχαγιάμπεη, τ' Αλή πασά κοπέλι;
Εδώ δεν είναι Κόρινθος, δεν είναι Πέρα Χώρα,
δεν είναι τ' αργίτικα κρασιά, του Μπέλεση τα κριάρια.
Εδώ είν' ορδή Καρύταινας, μανιάτικο ντουφέκι,
Κολοκοτρώνης αρχηγός με το Μαυρομιχάλη».
Αφήστε τα ντουφέκια σας και βγάλτε τα σπαθιά σας
βάλτε τους Τούρκους εμπροστά, σαν πρόβατα, σαν γίδια.


Πηγή: https://www.sansimera.gr

Παρασκευή 11 Μαΐου 2018

ΛΑΣΚΑΡΙΝΑ ΜΠΟΥΜΠΟΥΛΙΝΑ


Κόρη του Υδραίου πλοιάρχου Σταυριανού Πινότση και της επίσης υδραίας Σκεύως Κοκκίνη, που καταγόταν από εφοπλιστική οικογένεια, γεννήθηκε στις 11 Μαΐου 1771 στις φυλακές της Κωνσταντινούπολης, όπου ο πατέρας της εκρατείτο για συμμετοχή στα Ορλοφικά. Στα 17 της παντρεύτηκε τον Σπετσιώτη πλοίαρχο Δημήτριο Γιάννουζα, από τον οποίο ονομάζετο και Δημητράκαινα. Το 1797, ο σύζυγός της σκοτώθηκε σε συμπλοκή με αλγερινούς πειρατές και η Λασκαρίνα σε ηλικία 26 ετών μένει χήρα με τρία παιδιά, τον Ιωάννη, τον Γεώργιο και την Μαρία.

Το 1801 παντρεύτηκε σε δεύτερο γάμο τον Σπετσιώτη καραβοκύρη Δημήτριο Μπούμπουλη και έγινε έκτοτε γνωστή ως Μπουμπουλίνα (η γυναίκα του Μπούμπουλη). Και ο δεύτερος σύζυγός της σκοτώθηκε σε σύγκρουση με αλγερινούς πειρατές το 1811, μεταξύ Μάλτας και Ισπανίας. Μαζί του απέκτησε τρία παιδιά, την Ελένη, την Σκεύω και τον Νικόλαο.

Με την περιουσία του συζύγου της, που ξεπερνούσε τα 300.000 τάλληρα, η Μπουμπουλίνα ασχολήθηκε με τα ναυτιλιακά κι έγινε μέτοχος σε διάφορα σπετσιώτικα πλοία. Όμως, το 1816 οι Οθωμανοί επεχείρησαν να κατάσχουν την περιουσία της, επειδή τα πλοία του συζύγου της μετείχαν υπό ρωσική σημαία στον Ρωσοτουρκικό Πόλεμο του 1806. Με τη μεσολάβηση του ρώσου πρεσβευτή στην Κωνσταντινούπολη Στρογκάνωφ και της μητέρας του Σουλτάνου Βαλιντέ κατόρθωσε να διασώσει την περιουσία της.

Στην Κωνσταντινούπολη φαίνεται ότι μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία το 1819, αλλά το γεγονός αμφισβητείται, καθώς είναι γνωστό ότι η οργάνωση δεν έκανε ποτέ μέλη της, γυναίκες. Μόλις η Μπουμπουλίνα επέστρεψε στις Σπέτσες διέταξε τη ναυπήγηση του πλοίου «Αγαμέμνων», για το οποίο δαπάνησε 25.000 δίστηλα. Με μήκος 48 πήχεις (περίπου 34 μέτρα) και εξοπλισμένο με 18 κανόνια, ο «Αγαμέμνων» καθελκύστηκε το 1820 και ήταν το μεγαλύτερο πλοίο που έλαβε μέρος στην Επανάσταση.



Ο Εθνικός Ξεσηκωμός βρήκε την Μπουμπουλίνα «πεντηκοντούτιδα, ωραίαν, αρειμάνιον ως αμαζόνα, επιβλητικήν καπετάνισσαν, προ της οποίας ο άνανδρος ησχύνετο και ο ανδρείος υπεχώρει», όπως τη σκιαγράφησε ο δημοσιογράφος και ιστορικός Ιωάννης Φιλήμων. Ξόδευε την περιουσία της, όχι μόνο για τη διατήρηση των πλοίων της, αλλά και για τα στρατεύματα στην ξηρά. Συμμετείχε με το πλοίο της «Αγαμέμνων» στον αποκλεισμό του Ναυπλίου και ανεφοδίασε με δικές της δαπάνες τους υπερασπιστές του Άργους. Σε μια έφοδο των Τούρκων υπό τον Κεχαγιάμπεη σκοτώθηκε ο γιος της Ιωάννης Γιάννουζας. Στη συνέχεια έλαβε μέρος στον αποκλεισμό της Μονεμβασίας, στην πολιορκία και την άλωση του Ναυπλίου και της Τριπόλεως, στην οποία εισήλθε πάνω σε λευκό ίππο και έσωσε τα χαρέμια του Χουρσίτ Πασά από τη μήνη των πολιορκητών.

Μετά την άλωση του Ναυπλίου, το Νοέμβριο του 1822, η Μπουμπουλίνα εγκαταστάθηκε στην πόλη (έδρα της προσωρινής κυβέρνησης), όπου έζησε έως τα μέσα του 1824. Εκδιώχθηκε από το Ναύπλιο κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου, όταν πήρε το μέρος του φυλακισμένου Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, με τον οποίο είχε συγγενέψει, από το γάμο της κόρης της Ελένης με τον γιο του Πάνο. Οι κυβερνητικοί σκότωσαν τον γαμπρό της και από την ίδια αφαίρεσαν το κομμάτι γης που της είχαν δώσει για τις υπηρεσίες της στον Αγώνα.

Έτσι, η Μπουμπουλίνα επέστρεψε πικραμένη στις Σπέτσες και εγκαταστάθηκε στο σπίτι του δεύτερου συζύγου της, μόνη με τα υπολείμματα της περιουσίας της, μέχρι το τέλος της ζωής της, που δεν άργησε να έλθει. Τον Μάιο του 1825 ο γιος της Γεώργιος Γιάννουζας κλέφτηκε με την Ευγενία Κούτση, κουνιάδα του ετεροθαλούς αδελφού της Μπουμπουλίνας, Λάζαρου Ορλόφ. Ο Ορλόφ, συνοδευόμενος από μέλη της οικογένειας Κούτση, πήγε στο σπίτι της Μπουμπουλίνας σε αναζήτηση της Ευγενίας. Στη λογομαχία που ακολούθησε, κάποιος πυροβόλησε και χτύπησε στο μέτωπο την Μπουμπουλίνα, που έπεσε νεκρή (22 Μαΐου). Δεν έχει διαλευκανθεί αν ήταν τυχαίο περιστατικό ή δολοφονία. Τα οστά της εναποτέθηκαν στον ιδιόκτητο ναΐσκο του Αγίου Ιωάννου.

Οι απόγονοι της Μπουμπουλίνας δώρισαν το πλοίο «Αγαμέμνων» στο νεοσύστατο κράτος, το οποίο έγινε η ναυαρχίδα του Ελληνικού Στόλου με το όνομα «Σπέτσαι». Ανατινάχθηκε από τον Ανδρέα Μιαούλη στον Πόρο κατά τη διάρκεια των πολιτικών ταραχών της 29ης Ιουλίου 1831. Το αρχοντικό της Μπουμπουλίνας στις Σπέτσες είναι σήμερα Μουσείο. Περιλαμβάνει συλλογή όπλων, επιστολές και άλλα αρχεία, παλιά βιβλία, πορτραίτα της Μπουμπουλίνας, προσωπικά της αντικείμενα, έπιπλα και διακρίσεις που τις είχαν απονείμει κυρίως ξένες κυβερνήσεις.

Μεταθανάτια έλαβε τον τίτλο του ναυάρχου από τη Ρωσία, πρωτοφανής τιμή για γυναίκα. Το 2018, ήταν η σειρά της πατρίδας της να τήν τιμήσει. Με απόφαση του Υπουργείου Εθνικής Άμυνας (ΦΕΚ 373, Τεύχος Γ, της 11 Απριλίου), της απονεμήθηκε ο βαθμός του υποναυάρχου επί τιμή, ο Πολεμικός Σταυρός Α ‘ Τάξεως και το Μετάλλιο Εξαίρετων Πράξεων, για « τον απαράμιλλο ηρωισμό της, την αυτοθυσία και την αφοσίωση που επέδειξε προς το Ελληνικό Έθνος, τα οποία την κατέστησαν στη μνήμη όλων των Ελλήνων και Ελληνίδων ως Εθνικό ιδεώδες», σύμφωνα με το αιτιολογικό της απόφασης


Στοιχεία: sansimera.gr

Τρίτη 8 Μαΐου 2018

Η ΜΑΧΗ ΤΗΣ ΓΡΑΒΙΑΣ



Η Μάχη στο Χάνι της Γραβιάς ήταν μία από τις πολεμικές εμπλοκές της ελληνικής επανάστασης του 1821, με νικηφόρα έκβαση για τους Έλληνες. Στη μάχη αυτή, που έγινε στις 8 Μαΐου του 1821, ο Οδυσσέας Ανδρούτσος με μόνο 117 άνδρες νίκησε το στρατό του Ομέρ Βρυώνη.

Η εξέλιξη των γεγονότων

Πριν ξεκινήσει από τα Τρίκαλα ο Ομέρ Βρυώνης για την εκστρατεία του κατά της Πελοποννήσου, διέταξε τους πιστούς του καπεταναίους της Δυτικής Ελλάδας να μαζευτούν στη Γραβιά Φωκίδος, απ’ όπου περνώντας θα τους έπαιρνε μαζί του. Στον Οδυσσέα Ανδρούτσο, έστειλε ιδιαίτερο αγγελιοφόρο για να του αναγγείλει το τέλος του Αθανάσιου Διάκου και να του δηλώσει ότι αν ερχόταν στη Γραβιά μαζί με τους άλλους καπετάνιους όχι μόνο θα τον συγχωρούσε για το φόνο του Χασάν μπέη Γκέκα, αλλά θα του έδινε και το αρματολίκι της Λιάκουρας.

Στις 3 Μαΐου του 1821, ο Οδυσσέας Ανδρούτσος έφθασε στη Γραβιά με τον Κοσμά Σουλιώτη, τον Ευστάθιο Κατσικογιάννη και μία ομάδα από 100 άνδρες. Κατάλαβε αμέσως καλά ποια ήταν η κατάσταση και υπέδειξε στους επαναστάτες ότι έπρεπε με κάθε θυσία να σταματήσουν εκεί την πορεία του εχθρού.

Αφού μαζεύτηκαν εκεί ύστερα από πρόσκληση του Ανδρούτσου και άλλοι καπεταναίοι, ο Οδυσσέας Ανδρούτσος τούς πρότεινε να κλειστούν στο Χάνι, ώστε μη μπορώντας να υποχωρήσουν, να αναγκαστούν να πολεμήσουν πάση θυσία για να ανακόψουν την πορεία του Ομέρ Βρυώνη. Όμως ούτε ο Πανουργιάς, ούτε ο Γιάννης Δυοβουνιώτης δέχτηκαν. Τελικά, χωρίστηκαν σε τρία τμήματα. Το ένα, με τον Πανουργιά και τον Δυοβουνιώτη, έπιασε τα υψώματα του Χλωμού, αριστερά από το δρόμο. Το άλλο με τον Κοσμά Σουλιώτη και τον Κατσικογιάννη, τα υψώματα δεξιά από το δρόμο. Όσοι ήθελαν θα κλείνονταν μαζί με τον Οδυσσέα Ανδρούτσο μέσα στο Χάνι. Μάλιστα, για να τους ενθαρρύνει περισσότερο, ο Ανδρούτσος κάλεσε τους άνδρες του να χορέψουν και έσυρε το τσάμικο. Πρώτος άρπαξε το μαντήλι ο Γιάννης Γκούρας, ύστερα ο Παπανδριάς, ο Κομνάς Τράκας, ο Αγγελής Γοβιός, οι Καπογιωργαίοι κ.ά. Μέσα σε λίγα λεπτά, είχαν μετατρέψει το Χάνι σε φρούριο. Έφραξαν τα ανοίγματα και άνοιξαν τουφεκήθρες.




Η πορεία της μάχης

Μόλις έφτασε ο Ομέρ Βρυώνης, αφού εκτόπισε τα τμήματα του Πανουργιά, του Δυοβουνιώτη, του Σουλιώτη και του Κατσικογιάννη, αντιλήφθηκε όσα συνέβαιναν μέσα στο Χάνι και θύμωσε πολύ. Αφού οι Τούρκοι περικύκλωσαν την περιοχή και το Χάνι, έστειλε τον Χασάν-δερβίση για να πει στον Ανδρούτσο να παραδοθεί. Όμως ο Ανδρούτσος δεν δέχτηκε και η διαπραγμάτευση έγινε υβριστική, με αποτέλεσμα ο δερβίσης να πέσει νεκρός από σφαίρα του Ανδρούτσου. Αυτό έδωσε το σύνθημα της μάχης. Οι Τούρκοι επιτέθηκαν στο πανδοχείο, αλλά αποκρούσθηκαν με μεγάλες απώλειες και αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν. Έτσι η πρώτη έφοδος αποκρούσθηκε, το ίδιο και η δεύτερη και η τρίτη. Ο Βρυώνης βλέποντας τους άνδρες του να πέφτουν από τα πυρά των Ελλήνων, διέταξε να φέρουν κανόνια για να ανατινάξει το κτίριο. Οι Τούρκοι σταμάτησαν την επίθεση μέχρι να έρθουν τα κανόνια, ενώ οι Έλληνες, που κατάλαβαν τις προθέσεις τους, τη νύχτα, αργά προς τα ξημερώματα, αφού είχαν πετύχει να προβάλλουν γενναία αντίσταση και να σκοτώσουν πάνω από 300 Τούρκους, καθυστερώντας ταυτόχρονα την πορεία του εχθρού, κατάφεραν να εγκαταλείψουν κρυφά το Χάνι περνώντας ανάμεσα από τις εχθρικές τουρκικές γραμμές. Η παράτολμη έξοδος τους στοίχισε μόνο τέσσερις νεκρούς.

Συνέπειες της μάχης

Τα θύματα των Τούρκων ήταν πολυάριθμα. Πάνω από 300 νεκροί και 600 τραυματίες μέσα σε λίγες ώρες. Οι Έλληνες έχασαν μόνο έξι πολεμιστές. Η στρατηγική επιτυχία της μάχης αυτής ήταν μεγάλη. Εμπόδισε την κάθοδο του Ομέρ Βρυώνη στην Πελοπόννησο και διευκόλυνε τη νίκη στο Βαλτέτσι που εμψύχωσε την επανάσταση. Συγκεκριμένα, μετά τη μάχη στη Γραβιά, ο Βρυώνης συγκλονίστηκε τόσο πολύ που αποφάσισε να σταματήσει προσωρινά την εκστρατεία του και να υποχωρήσει στην Εύβοια, για να συναντήσει αργότερα τις δυνάμεις του Κιοσέ Μεχμέτ. Έτσι παρεμποδίστηκε η κάθοδος ενός τόσο ισχυρού στρατού στην Πελοπόννησο, όπου η επανάσταση ακόμα δεν είχε εδραιωθεί, ενώ συνέβαλε στην έναρξη του αγώνα και στη δυτική Ελλάδα.

Παραπομπές

1. Σπυρίδωνος Τρικούπη, Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως, εκδ. Γιοβάνη, τόμος Α, κεφ. ΙΔ.
2. Σπυρίδωνος Τρικούπη, Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως, εκδ. Γιοβάνη, τόμος Α, κεφ. ΙΔ.
3. Ιωάννα Διαμαντούρου, «Ο Αγώνας στην Ανατολική Στερεά. Η μάχη της Γραβιάς», Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Εκδοτική Αθηνών, τομ. ΙΒ, 1975, σελ. 115

Η ΜΑΧΗ ΣΤΗΝ ΓΕΦΥΡΑ ΤΩΝ ΠΑΠΑΔΩΝ-ΔΡΑΜΑ




Κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου πολέμου και συγκεκριμένα τον Μάρτιο του 1941, η Βουλγαρία του βασιλιά Βόρις Γ’, εισήλθε στον πόλεμο με στο πλευρό των δυνάμεων του άξονα (Γερμανίας, Ιταλίας) υπογράφοντας σύμφωνο συνεργασίας. Το αντάλλαγμα που δόθηκε στους Βούλγαρους για την συμμετοχή τους ήταν ελληνικά και σερβικά εδάφη καθώς και η αιώνια προσδοκία των Βούλγαρων, να βγουν στο Αιγαίο. Η συμφωνία έγινε την 1η Μαρτίου 1941 και στις 6 Απριλίου 1941 οι γερμανικές δυνάμεις εφόρμησαν από την Βουλγαρία εναντίον των οχυρών της «Γραμμής Μεταξά» προσβάλλοντας το ελληνικό έδαφος.

Παρά την ηρωική αντίσταση τους, οι ελληνικές δυνάμεις οι οποίες υπέφεραν από ελλείψεις σε πυρομαχικά και άνδρες, τελικά αναγκάστηκαν να συνθηκολογήσουν. Έτσι η χώρα περνάει στην περίοδο της κατοχής με την Μακεδονία και το μεγαλύτερο μέρος της Θράκης να περνούν υπό τον έλεγχο των πιο θηριωδών από τους τρεις κατακτητές του Ελληνισμού στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.

Από τις πρώτες ημέρες η κατοχική Βουλγαρική Διοίκηση προσπαθούσε να ξεκινήσει ένα σχέδιο εκβουλγαρισμού της περιοχής. Τοποθετήθηκαν άμεσα Βούλγαροι πρόεδροι, ιερείς και δάσκαλοι ενώ ταυτόχρονα έκλειναν ελληνικά σχολεία και εκκλησίες ενώ τον ρόλο της διατήρησης της τάξης ανέλαβε άμεσα ο βουλγαρικός στρατός και οι ΟΧΡΑΝΑ (παραστρατιωτικές οργανώσεις βουλγαριζόντων σλαβοφώνων). Βασανιστήρια, ξυλοδαρμοί και φυλακίσεις ήταν καθημερινά φαινόμενα ενώ άρχισε και η εποίκηση Βούλγαρων πολιτών.

Όλα αυτά ανάγκασαν το πιεζόμενο ελληνικό στοιχείο να εγκαταλείψει την περιοχή προς τα νησιά και την Νότια Ελλάδα. Οι Έλληνες όμως της Ανατολικής Μακεδονίας δεν έπαψαν να ζητούν ελευθερία και άρχισαν να οργανώνονται καταφεύγοντας και στα βουνά της Δράμας μαζί με ομάδες Ελλήνων του Δυτικού Πόντου, πολλοί από τους οποίους ήταν εξασκημένοι στον ανταρτοπόλεμο, ήταν σκληροτράχηλοι, ολιγαρκείς και άριστοι σκοπευτές, από τον καιρό που βρίσκονταν στον Πόντο.

Μετά την εξέγερση του 1941 στην Δράμα, οι βουλγαρικές δυνάμεις (σχεδόν ολόκληρη η 2η βουλγαρική στρατιά) επέδραμαν εναντίον των ανοχύρωτων και άοπλων ελληνικών πόλεων και κωμοπόλεων. Ακολούθησε όργιο σφαγών, και λεηλασιών όπου Βούλγαροι στρατιώτες, χωροφύλακες και κομιτατζήδες πυρπολούσαν και εκτελούσαν αδιακρίτως. Τα Κίργια, η Χωριστή, το Δοξάτο, η Πρωτοτσάνη, ο Νικηφόρος, η Κορμίστα οι Σίταργοι αλλά και η Δράμα, παραδόθηκαν στις φλόγες και στην λεηλασία. Διάφορες πηγές αναφέρουν από 2500 – 15000 νεκρούς αμάχους (γέρους, γυναίκες, παιδιά).

Βέβαια σε αυτή την σφαγή, η κατοχική κυβέρνηση έμεινε άπραγη ενώ ο αρχιεπίσκοπος Δαμασκηνός, διαμαρτυρήθηκε έντονα στις γερμανικές αρχές χωρίς αποτέλεσμα. Μετά και από αυτά τα γεγονότα, οι αντάρτικες ομάδες στα βουνά της Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης, άρχισαν να ενισχύονται σε άνδρες. Οι αντάρτικες ομάδες οι οποίες απαρτίζονταν κυρίως από Ποντίους, ενώθηκαν και έτσι προήλθε ο ΕΣΕΑ (Ένωση Συμπολεμιστών Εθνικού Αγώνα).




Αντών-Τσαούς (Αντώνιος Φοστερίδης)

Από τις ομάδες αυτές αναδείχθηκαν μια σειρά από οπλαρχηγούς όπως οι Μπεχλιβανίδης, Τσακιρίδης, Τοπούζογλου, Καρανάσιος κ.α. των οποίων οι ομάδες ανταρτών ήταν μικρές και λιτά εξοπλισμένες. Ο ικανότερος οπλαρχηγός όλων ήταν ο Αντών-Τσαούς (Αντώνιος Φωστηρίδης), ο οποίος αναγνωρίστηκε ως κοινός αρχηγός των Εθνικών Ανταρτικών Ομάδων στις 18 Ιανουαρίου 1944. Η οργάνωση αυτή έλαβε επίσημη αναγνώριση από το Συμμαχικό Αρχηγείο της Μέσης Ανατολής και δέχτηκε σημαντική ενίσχυση σε οπλισμό και πολεμοφόδια από Συμμαχικές ρίψεις που γίνονταν στην ανατολική πλευρά του ποταμού Νέστου.

Η αντιστασιακή οργάνωση αριθμούσε συνολικά γύρω στους επτακόσιους αντάρτες χωρισμένους σε ολιγομελείς ομάδες και σύντομα εξελίχθηκε σε υπολογίσιμο αντίπαλο των Βουλγάρων . Οι ομάδες αυτές είχαν την αμέριστη υλική και ηθική συμπαράσταση του πληθυσμού των ορεινών χωριών (από τα οποία άλλωστε προέρχονταν) και έδρασαν πάντοτε σε τοπικό επίπεδο. Η σημαντικότερη επιτυχία τους εις βάρος των Βουλγάρων ήταν αναμφίβολα η μάχη στην περιοχή του Νέστου κοντά στο χωριό Παπάδες (στην ομώνυμη Γέφυρα) τον Μάιο του 1944.

Η ημερομηνία της μάχης διαφέρει ελαφρά από πηγή σε πηγή. Κυρίως αναφέρονται οι ημερομηνίες 7-11 Μαΐου 1944 και 6-10 Μαΐου 1944.

Τότε λοιπόν οι Βούλγαροι προκειμένου να παρενοχλήσουν την τροφοδοσία των αντάρτικων ομάδων από τους συμμάχους, κινήθηκαν προσπαθώντας να καταλάβουν την τοποθεσία «Τρία Δένδρα» στο όρος Καρά-Ντερέ όπου και πραγματοποιούνταν οι ρίψεις. Για να φτάσουν εκεί όμως οι Βούλγαροι όφειλαν να περάσουν από την γέφυρα του Νέστου κοντά στο χωριό Παπάδες.

Εκεί οι αντάρτες αποφάσισαν να τους εμποδίσουν στήνοντας ενέδρα στους Βούλγαρους.
Οι δυνάμεις των ανταρτών χωρισμένες σε τρεις ομάδες, αριθμούσαν ογδόντα άντρες.

Το πρωί της 7ης Μαΐου, έφτασαν στην γέφυρα οι προφυλακές του βουλγαρικού τάγματος. Την στιγμή που προσπάθησε να περάσει την γέφυρα, οι ενεδρεύοντες αντάρτες άνοιξαν πυρ θερίζοντας τους προπορευόμενους στρατιώτες του εχθρού. Στη συνέχεια φτάνοντας και το υπόλοιπο βουλγαρικό τάγμα, καθηλώθηκε από τα εύστοχα πυρά των Πόντιων ανταρτών. Η μάχη συνεχίστηκε για πολλή ώρα και άρχισαν να καταφθάνουν βουλγάρικες ενισχύσεις αλλά και ενισχύσεις για τους αντάρτες αφού κατέφθασαν αντάρτες από το όρος Καρά-Ντερέ, αλλά και από το όρος Φαλακρόν.

Βλέποντας το αδιέξοδο οι Βούλγαροι χρησιμοποίησαν όλμους και πυροβολικό προκειμένου να περάσουν την γέφυρα. Εδώ θα πρέπει να σημειώσουμε ότι καθ’ όλη την διάρκεια της τετραήμερης μάχης, οι κάτοικοι βοηθούσαν τους αντάρτες είτε πολεμώντας, είτε μεταφέροντας εφόδια.

Στις 9 Μαΐου οι Βούλγαροι σημείωσαν πρόοδο χάρις την παρουσία γερμανικών και βουλγαρικών αεροσκαφών καθέτου εφορμήσεως, που βομβάρδισαν τις ελληνικές θέσεις. Έτσι την επόμενη ημέρα οι αντάρτες συμπτύχθηκαν συντεταγμένα και επέστρεψαν στα βουνά. Η σκληρότερη μάχη που έγινε στην Ανατολική Μακεδονία είχε λήξει.

Οι Βούλγαροι (σύμφωνα με τους Βρετανούς) είχαν πάνω από 150 νεκρούς και τραυματίες. Ελληνικές πηγές διπλασιάζουν τις απώλειες των Βουλγάρων. Οι ελληνικές απώλειες ήταν 9 νεκροί και 28 τραυματίες. Μετά την μάχη και κατά τις ημέρες που ακολούθησαν οι Βούλγαροι προέβησαν σε σκληρά αντίποινα κατά των χωριών της περιοχής. Πυρπολήθηκαν ή υπέστησαν εκτεταμένες ζημιές από τους Βούλγαρους σχεδόν όλα τα χωριά ανατολικά του Νέστου (Μελισσομάνδρα, Βουνοχώρι, Αγριοκερασιά, Παπάδες, Σκαλωτή, Καλλίκαρπο, Σιδηρόνερο, Οροπέδιο κτλ), αλλά τις μεγαλύτερες καταστροφές γνώρισε το χωριό Πολυγέφυρο όπου πυρπολήθηκαν πολλά σπίτια και έγιναν μαζικές εκτελέσεις ακόμα και αμάχων. Εκτελέστηκαν ακόμη και παιδιά (Σκαλωτή).

Ανάμεσα στις πολλές μικρότερες μάχες των εθνικών ομάδων ανταρτών κατά της βουλγαρικής κατοχής, η μάχη στην γέφυρα των Παπάδων ήταν αναμφίβολα η σημαντικότερη και αυτή που προκάλεσε τις μεγαλύτερες απώλειες στον κατακτητή στην κατεχόμενη ανατολική Μακεδονία. Σήμερα στο σημείο αυτό υπάρχει ένα μνημείο που υπενθυμίζει το γεγονός.

ΠΗΓΕΣ

1.Ιάσονας Χανδρινός, Εθνική Αντίσταση 1941-1944, εκδόσεις περισκόπιο
2.Συλλογικό έργο, Οι άλλοι Καπετάνιοι, εκδόσεις ΕΣΤΙΑ
3.Παναγιώτης Αμπεριάδης «ΑΝΑΤΟΛΙΚΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ ΤΟ 1941 ΚΑΙ Η ΕΞΕΓΕΡΣΗ ΤΗΣ ΔΡΑΜΑΣ» Εκδοτικός οίκος Κυριακίδη 1998.
4.Γεωργίου Μόδη «ΑΓΩΝΕΣ ΣΤΗΝ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ» Εκδόσεις Μπαρμπουνάκη 1975