Σάββατο 7 Ιουνίου 2014

Ελληνική γλώσσα και μαθηματικά!


Η Ελληνική γλώσσα δεν είναι τυχαία γλώσσα. Χτίστηκε πάνω στα μαθηματικά, και αυτό που ελάχιστοι ακόμα ξέρουν είναι ότι κάθε λέξη στην Ελληνική έχει μαθηματικό υπόβαθρο.
Τα γράμματα στην Ελληνική γλώσσα δεν είναι στείρα σύμβολα. Όρθια, ανάποδα με ειδικό τονισμό, αποτελούσαν το σύνολο των 1620 συμβόλων που χρησιμοποιούνταν στην Αρμονία (Μουσική στα νέο Ελληνικά).
 Η πιο σημαντική τους ιδιότητα είναι ότι το κάθε γράμμα έχει μια αριθμητική τιμή/αξία, κάθε γράμμα είναι ένας αριθμός, οπότε κατ επέκταση και κάθε λέξη είναι ένας αριθμός. Μια τεράστια γνώση κλειδωμένη-κωδικοποιημένη μέσα λέξεις λόγω της μαθηματικών τιμών που έχουν.


Ένας από τους πρωτοπόρους επί του θέματος ήταν ο μέγιστος Πυθαγόρας. Οι αριθμοί, τα σχήματα, η αρμονία και τα άστρα έχουν κάτι κοινό, έτσι αντίστοιχα τα μαθηματικά (αριθμοί) η γεωμετρία (σχήματα) η αρμονία(μουσική) και η αστρο-νομία (αστήρ=α-χωρίς- στήριγμα + φυσικοί νόμοι που τα διέπουν) ήταν αδελφές επιστήμες κατά τον Πυθαγόρα, που με την συγκεκριμένη σειρά που αναφέραμε ήταν η σκάλα για την εξέλιξη (=εκ -του- έλικος, DNA) του νου-ψυχής προς τον Δημιουργό.
 Έναν Δημιουργό που δημιούργησε βάσει αυτών των τεσσάρων επιστημών. 27 σύμβολα-αριθμοί με αριθμητική αξία συνθέτουν το Ελληνικό Αλφάβητο, 3 ομάδες από 9 σύμβολα-αριθμούς η κάθε ομάδα, με άθροισμα κάθε ομάδας 45, 450, 4.500.
 Για να δούμε μερικά παραδείγματα:

ΑΛΦΑ = 1+30+500+1= 532 =>5+3+2= 10 => 1+0= 1

ΕΝ = 5+50 = 55 => 5+5 = 10 => 1+0= 1

ΟΜΙΚΡΟΝ = 70+40+10+20+100+70+50= 360, όσες και οι μοίρες του κύκλου

Για να είμαστε σε θέση να κατανοήσουμε τα νοήματα των εννοιών των λέξεων της Αρχαίας Ελληνικής γλώσσης πρέπει πρωτίστως να γνωρίζουμε κάποια πράγματα για την ίδια την Ελληνική γλώσσα.



Η αρχαία Ελληνική γλώσσα είναι η μοναδική η οποία δεν είναι βασισμένη στο ότι κάποιοι απλά καθίσαν και συμφώνησαν να ονομάζουν ένα αντικείμενο «χ» ή «ψ» όπως όλες οι υπόλοιπες στείρες γλώσσες του κόσμου. Η Ελληνική γλώσσα είναι ένα μαθηματικό αριστούργημα το οποίο θα προσπαθήσουμε να προσεγγίσουμε.

Η αρχή των πάντων είναι το ίδιο το Ελληνικό Αλφάβητο (το οποίο φυσικά δεν το πήραμε από κάποιον άλλον όπως θα δούμε παρακάτω διότι εκ των πραγμάτων δεν γίνεται).

Τα γράμματα του Ελληνικού αλφαβήτου στο σύνολο τους ήταν 33 όσοι και οι σπόνδυλοι, οι 5 τελευταίοι σπόνδυλοι (που παίζουν τον ρόλο της κεραίας) έχουν άμεση σχέση με τον εγκέφαλο και αντιστοιχούν στα 5 τελευταία άρρητα γράμματα τα οποία γνώριζαν μόνο οι ιερείς* ένα από αυτά ήταν η Σώστικα (ή Γαμμάδιον) η οποία στα λατινικά έγινε swstika και οι Ναζί το έκλεψαν και την ονομάσανε Σβάστικα. Το σύμβολο αυτό είναι του ζωογόνου Ηλίου (Απόλλωνα), οι Ναζί το αντέστρεψαν για να συμβολίσουν το αντίθετο του ζωογόνου Ήλιου, δηλαδή του σκοτεινού θανάτου.

Υπήρχαν ακόμα κάποια γράμματα τα οποία στην πάροδο του χρόνου καταργήθηκαν όπως το Δίγαμμα (F), Κόππα (Q), Στίγμα (S'), Σαμπί (?)


Ο Πυθαγόρας μας ενημερώνει για τα 3 επίπεδα της Ελληνικής γλώσσας τα οποία είναι τα εξής:

1. ομιλών

2. Σημαίνον (α. σήμα, β. σημαινόμενο)

3. Κρύπτον (α. διαστήματα β. κραδασμός γ. λεξάριθμος δ. τονάριθμος)

-Το πρώτο είναι η ομιλία

-Το δεύτερο είναι η σχέση του σήματος με το σημαινόμενο που θα αναλύσουμε παρακάτω

-Το τρίτο είναι το διάστημα (απόσταση & χρόνος), ο κραδασμός (που αφυπνίζει τον εγκέφαλο μέσω ιδιοσυχνοτήτων από τους δημιουργηθέντες παλμούς – Παλλάδα Αθηνά) ο λεξάριθμος (σχέση γραμμάτων και λέξεων με αριθμούς) και ο τονάριθμος (σχέση γραμμάτων και λέξεων με μουσικούς τόνους)

 Οι 4 αδελφές επιστήμες κατά τον Πυθαγόρα ήταν:

1. Αριθμοί (μαθηματικά)

2. Σχήματα (Γεωμετρία)

3. Μουσική (Αρμονία)

4. Αστρονομία

Οι επιστήμες αυτές είναι αλληλένδετες και βρίσκονται η μια μέσα στην άλλη όπως οι Ρωσικές μπαμπούσκες. Συνδυάστε τώρα το αλφάβητο που εσωκλείει αριθμούς και μουσικούς τόνους με τις 4 αυτές επιστήμες.

tip: Αστρονομία= αστήρ + νόμος, α-στήρ= αυτό που δεν στηρίζεται, άρα αστρονομία= οι συμπαντικοί νόμοι που διέπουν αυτό που δεν στηρίζεται κάπου, οι οποίοι έχουν να κάνουν με την μουσική (αρμονία), σχήματα (γεωμετρία) αριθμούς (μαθηματικά) και όλα αυτά με τον Αιθέρα ο οποίος περιβάλει τις ουράνιες σφαίρες.

tip 2: ο Πυθαγόρας άκουγε την αρμονία (μουσική) των ουρανίων Σφαιρών

Άρα μιλάμε μια γλώσσα η οποία έχει να κάνει με την ροή του σύμπαντος.


Η Ελληνική γλώσσα είναι η μοναδική η οποία μπορεί να χρησιμοποιηθεί για Η/Υ λόγω της μαθηματικότητας και μουσικότητας όχι μόνο του Αλφαβήτου-λέξεων, αλλά και των μαθηματικών εννοιών που γεννώνται π.χ. η λέξη ΘΕΣΙΣ γίνεται:

συνΘεσις, επίΘεσις, κατάΘεσις, υπόΘεσις, εκΘεσις, πρόσΘεσις, πρόΘεσις, ανάΘεσις, διάΘεσις, αντίΘεσις κτλ κτλ αν τώρα αυτές τις λέξεις τις μεταφράσουμε στα Αγγλικά είναι εντελώς άσχετες μεταξύ τους.

Το ότι δεν γίνεται το Αλφάβητο να είναι αντιγραμμένο από κάπου αλλού φαίνεται από το ότι εν έτη 2300 π.Χ. (με μελέτες της κ.Τζιροπούλου και άλλων και όχι το 800 π.Χ.) ο Όμηρος ήδη έχει στην διάθεση του 6.500.000 πρωτογενής λέξεις (πρώτο πρόσωπο ενεστώτα & ενικού αριθμού) τις οποίες αν τις πολλαπλασιάσουμε Χ72 που είναι οι κλήσεις, θα βγάλουμε ένα τεράστιο αριθμό ο οποίος δεν είναι ο τελικός, διότι μην ξεχνάμε ότι η Ελληνική γλώσσα δεν είναι στείρα, ΓΕΝΝΑ.

ΑΝ συγκρίνουμε τώρα π.χ. την Αγγλική γλώσσα που έχει 80.000 λέξεις εκ των οποίων το 80% είναι Ελληνικές όπως μας ενημερώνει το Πανεπιστήμιο της Ουαλίας, και μετρήσουμε ότι αυτή η στείρα γλώσσα εξελίσσεται 1000 χρόνια, μπορούμε αβίαστα να βγάλουμε το συμπέρασμα ότι ο Όμηρος παραλαμβάνει μια γλώσσα η οποία έχει βάθος στον χρόνο 100.000 π.Χ? 500.000 π.Χ.? ποιος ξέρει...

ΟΜΩΣ η απόλυτη απόδειξη είναι η ίδια η μαθηματικότητα της, η οποία δεν υπάρχει σε καμία άλλη γλώσσα του πλανήτη. Μην ξεχνάμε ακόμα το ότι ο Δημιουργός χρησιμοποιεί μαθηματικά για την δημιουργία, άρα η γλώσσα μας έχει αναγκαστικά σχέση με την πηγή (root-0/1).


Πριν όμως από το «Κρύπτον» υπάρχει το «Σημαίνον», δηλαδή η σύνδεση των λέξεων με τις έννοιες αυτών. Είπανε νωρίτερα ότι οι ξένες διάλεκτοι ορίστηκαν κατόπιν συμφωνίας, δηλαδή κάποιοι συμφώνησαν ότι το τάδε αντικείμενο θα το ονομάσουν «Χ», κάτι που κάνει τις γλώσσες στείρες, άρα δεν μπορούν να γεννήσουν νέες λέξεις, άρα δεν υπάρχει μαθηματικότητα, άρα δεν δύναται να περιγράψουν νέες έννοιες που υπάρχουν στην φύση, με αποτέλεσμα ο εγκέφαλος εφόσον δεν μπορεί να περιγράψει μέσω των νέων λέξεων καινούριες έννοιες μένει στο σκοτάδι, έτσι οι νευρώνες του εγκεφάλου δεν γεννούν νέους εν αντιθέσει με όσους χρησιμοποιούν την Ελληνική.

Πως θα μπορούσε π.χ. ο Άγγλος ή ο Γάλλος ή ο Χ, Υ με μια λέξη που έχει 10 έννοιες να περιγράψει με ακρίβεια άρα και σαφήνεια μια βαθύτερη έννοια; πόσο μάλλον τις πολλαπλές πλευρές αυτής; δεν μπορεί, να λοιπόν το γιατί όλα ξεκίνησαν εδώ. Το Σημαίνον λοιπόν είναι η σύνδεση του σήματος με το σημαινόμενο, δηλαδή η ίδια η λέξη είναι δημιουργημένη με τέτοιο τρόπο που περιγράφει την έννοια που εσωκλείνει μέσα της.

Παράδειγμα: η ονοματοδοσία της λέξης ΚΑΡΥΟΝ (Καρύδι) προέρχεται από μια παρατήρηση της φύσης (όπως όλες οι λέξεις), δηλαδή όταν δυο κερασφόρα ζώα (Κριοί, τράγοι κτλ) τρα.κάρ.ουν με τα κέρ.ατα τους ακούγεται το «κρακ» ή «καρ», ο ήχος αυτός έδωσε το όνομα «κέρας» (κέρατο) το κέρας έδωσε το όνομα κράτα ή κάρα (κεφάλι) και το υποκοριστικό αυτού το Κάρυον (μικρό κεφάλι). το Κάρυον (καρύδι) μοιάζει καταπληκτικά με το ανθρώπινο κεφάλι και το εσωτερικό του με εγκέφαλο.

Το Υ είναι η ρίζα του ρήματος ΥΩ (βρέχω) όπου υπάρχει το Υ υπάρχει κοιλότητα (ή κυρτότητα) δηλαδή θηλυκώνει κάτι, η βροχή (υγρό στοιχείο) μπαίνει (θηλυκώνεται) μέσα στην γη.

Το μουσικό – αριθμητικό αλφάβητο δημιουργεί μουσικό – μαθηματικές λέξεις οι οποίες περιγράφουν αντίστοιχες έννοιες, οι οποίες προέρχονται από την παρατήρηση της φύσεως δηλαδή της Δημιουργίας άρα κατ επέκταση του ίδιου του Δημιουργού, αλλά η ερώτηση είναι πόσες χιλιετίες μπορεί να χρειάστηκαν για να δημιουργηθεί αυτό το τέλειο μαθηματικό σύμπλεγμα που τα γράμματα είναι αριθμοί και συνάμα μουσικοί τόνοι και οι λέξεις δηλαδή το σύνολο των αριθμών και των μουσικών τόνων κρύβουν μέσα τους εκτός από σύνθετες μουσικές αρμονίες, έννοιες οι οποίες δεν είναι καθόλου τυχαίες αλλά κατόπιν εκτενέστατης παρατηρήσεως της φύσης;

Ευλόγως λοιπόν ο Αντισθένης μας υπενθυμίζει «Αρχή σοφίας η των ονομάτων επίσκεψις»





πηγή: hellas-now--apocalypsejohn.com

Σάββατο 10 Μαΐου 2014

Η χώρα των Θεών!



Χώρα του ήλιου, εκλεκτή
στο Πνεύμα και στη Θέα,
στο φως σου, ακόμη ερευνούν
στο φως του Προμηθέα.
Εύδιος Χώρα, στου ουρανού
την απεραντοσύνη
δάδα το Πνεύμα
κι η καρδιά γεμάτη αντρειοσύνη!


Είσαι η χώρα των Θεών,
η χώρα των θαυμάτων.
Τα δε παιδιά σου? Ημίθεοι,
στη Γη των Αθανάτων.




Αστείρευτη πηγή φωτός,
Λαμπρή, γιορτή στη σκέψη.
Ελλάς, ψυχή του ουρανού,
το πνεύμα έχεις στέψει.








Το ένδοξό σου παρελθόν,
του Αύριο η δάδα.
το σήμερα, κυοφορεί
τη Δόξα σου,Ελλάδα!!












Γιώτα Στρατή



Η Γιώτα Στρατή γεννήθηκε στα Βαλιμήτικα Αιγίου, νομού Αχαϊας, στην Πελοπόννησο.
Έχει διδάξει στο Ιδιωτικό Εκπαιδευτικό Σχολείο Ανδρέα Φλογερά, στο Αίγιον, στην Σχολή Γιζελή, 1969-1970, Αθήνα, ως και σε Σχολές Αγγλικής γλώσσας.

Έχει δημοσιεύσει ποιήματα στην «Φωνή της Αιγίου» ως μαθήτρια του Γυμνασίου Αιγίου και παρουσίασε το πρώτο της μονόπρακτο «Μία γενναία Σουλιώτισα» στην πέμπτη τάξη του Γυμνασίου υπό την επίβλεψη της καθηγήτριας Α. Τουμασή. Ζει με την οικογένειά της στην Νέα Υόρκη, από το 1970. Εργάστηκε στην εφημερίδα «Εθνικός Κήρυκας» ως μεταφράστρια τοπικής και διεθνούς επικαιρότητας, 3η σελίδα. Στον Ε.Κ. έχει δημοσιεύσει διηγήματα, ποιήματα, σχόλια, μονόπρακτα και διάφορα συγγράμματα. Συμπληρωματικά, έχει παρακολουθήσει Θεατρική Γραφή και Σκηνοθεσία (στο σεμινάριο του Queens College -under Joan Schenkar, Steinway Library, L.I.C.)

Είναι τακτικό μέλος της Εταιρίας Ελλήνων Λογοτεχνών, Αθηνών, της ΠΕΛ, Αθηνών, της Εταιρίας Ελληνο-Αμερικανών Λογοτεχνών Νέας Υόρκης, του National League of American Pen Women, τoυ Poetry Forum of New York, της ΔΕΕΛ Αθηνών και ΔΕΕΛ Καναδά. Είναι ιδρύτρια της «Διεθνούς Εταιρίας Θεατρικών Συγγραφέων, Λόγου και Τέχνης» έδρα Νέα Υόρκη, 1999.
Είναι επίσης ιδρύτρια της «Διεθνούς Εταιρίας Θεατρικών Συγγραφέων, Λόγου και Τέχνης»

Γράφει κυρίως Ελληνικά. Έχει εκδώσει έξι ποιητικά βιβλία, ένα δίγλωσσο και τρεις ιδιωτικές εκδόσεις. Τα περισσότερα από τα ανωτέρω έχουν εξαντληθεί. Από τα 20 και πλέον θεατρικά της, τα περισσότερα έχουν παρουσιαστεί στο κοινό της ομογένειας. Πολλά δε, σε βιβλιοθήκες και δημόσια σχολεία στην Αγγλική. Έχει λάβει βραβεύσεις και επαίνους σε όλα σχεδόν τα είδη του λόγου, σε διάφορους Ελληνικούς και Διεθνείς Διαγωνισμούς.



Πηγή: Land of Gods

Σάββατο 3 Μαΐου 2014

Γιατί να τα μάθετε; Γιατί να σκέφτεστε; Γιατί να είστε Έλληνες;




Ο λαός μας, που πεινάει και λιμοκτονεί πνευματικά, ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια, είναι υποχρεωμένος να τρέφεται με τα ασθενή συγκεκαλυμμένα ψευδοεπιστημονικά και πάντα εβραιογενή (γιατί άραγε;) Πανεπιστήμια κι  Ακαδημίες ενός "περίεργου κράτους" που καπηλεύεται τις επιστήμες των πατέρων του.

Διότι οι Έλληνες πρέπει να ξέρουν σαν επινοητές των ανακαλύψεων της Φυσικής, τους διάφορους κλεπταποδόχους  Αινστάϊν, Ρήμαν κλπ…

Δεν πρέπει ποτέ να μάθουν, ότι οι Έλληνες: Δημόκριτος, Πυθαγόρας, Ηράκλειτος διατύπωσαν απόλυτα τη θεωρία της Πυρηνικής Φυσικής και της Ειδικής Σχετικότητας, ενοποιώντας σε ενιαίους μαθηματικούς τύπους τον Ηλεκτρισμό, την Βαρύτητα, τον Μαγνητισμό, την Αστρονομία, και τα Ασθενή Ρεύματα Πυρήνων Ατόμων.



Δεν πρέπει ποτέ να μάθουν ότι οι Αστρονόμοι – Μαθηματικοί, Εύδοξος, Κάλλιπος, Αρίσταρχος, Ευκλείδης, Αρχιμήδης, Κόνων, Ίππαρχος, Κλεομήδης, Απολλώνιος, Πτολεμαίος, θέων, Υπατία, Πάππος, είχαν εξαντλήσει τα όρια της ανθρώπινης νοημοσύνης επιλύοντας ΝΟΕΡΑ ΧΩΡΙΣ ΓΡΑΦΙΚΗ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ εξισώσεις 12 αγνώστων (δώδεκα εξισώσεις δώδεκα αγνώστων) ενώ το όριο των σημερινών Η/Υ είναι «7 εξισώσεις 7 αγνώστων». Διότι πρέπει να προβληθούν οι κλεπταποδόχοι αρχαίας γνώσης Κέπλερ, Γαλιλαίος κλπ…



Δεν πρέπει οι Έλληνες να γνωρίζουν ότι οι Μηχανικοί – Τεχνικοί Ευπαλίνος, Σώστρατος, Ήρων, Ζώσιμος, Καλλίνικος, κατασκεύαζαν τοπογραφικά όργανα τριγωνομετρικής τοπογραφήσεως, αυτόματους μηχανισμούς και όργανα ηλεκτρικών εφαρμογών, διότι πρέπει να προβληθεί ο κλεπταποδόχος Έντισον ως εφευρέτης του …ηλεκτρισμού, αν και οι ανωτέρω Έλληνες μηχανικοί χρησιμοποιούσαν το Ήλεκτρον (κεχριμπάρι) ως φυσικό συσσωρευτή στατικού ηλεκτρισμού σε τεχνικές εφαρμογές…



Δεν πρέπει οι Έλληνες να γνωρίζουν ότι οι Γεωγράφοι – Εξερευνηταί Σκύλαξ, Πυθέας, Εύδοξος, Στράβων, Παυσανίας, Κοσμάς Ινδικοπλεύστης, Εκαταίος, είχαν χαρτογραφήσει όλη την επιφάνεια του πλανήτη, διότι υπάρχει κίνδυνος να μάθουν οι Έλληνες ότι η Ατλαντίδα και η Αμερικανική Ήπειρος ανήκαν διοικητικά στους Δελφούς, ενώ η Ασίας ανήκε διοικητικά στις Σάρδεις, με κεντρικό συντονιστή το Απολλώνειο Κέντρο Δήλου, στο οποίο οι Υπερβόρειοι Έλληνες (Βόρεια Σιβηρία) έστελναν ως ένδειξη αναγνώρισης «κάθε έτος, εκλεκτά σιτηρά», μέσω των Ελλήνων Αριμασπών και Ισσηδόνων και Μασαγετών Κεντρικής και Νοτίας Σιβηρίας. Διότι πρέπει να προβληθεί ο εκλεκτός της εβραιοπορτογαλλικής κοινότητος Κολόμβος, και ο ομόφυλός του Αμερικος Βεσπούκιος, ως ο ανακαλύψας εδάφη εκτός Ευρώπης…


Δεν πρέπει οι Έλληνες να γνωρίζουν ότι οι Έλληνες Ιατροί, Γαληνός, Κέλσος, Ηρακλείδης , Ηρόφιλος, Πραξαγόρας, Αγνοδίκη, Κτηρίας, Ιπποκράτης, Εριβιώτης, προέβαιναν σε ιάσεις «εξισορροπήσεως ηλεκτρομαγνητικών ρευστών του σώματος» ρυθμίζοντας την αλκαλικότητα και την οξύτητα των οργάνων. Ότι προέβαιναν σε ιάσεις με χρήση «αριστερόστροφων αμινοξέων» (αντιβιοτικών) λαμβανόμενων από φυτά, γνωρίζοντας πλήρως ότι μόνον τελευταία ανακάλυψε η μοριακή βιολογία, για την δράση – αντίδραση των αριστερόστροφων αμινοξέων (αντιβιοτικών) με τα δεξιόστροφα αμινοξέα (πρωτεΐνες οργανισμών). Διότι πρέπει να προβληθεί ο Παστέρ ως εφευρέτης της αντιβιοτικής πενικελίνης…



Δεν πρέπει οι Έλληνες να μάθουν ότι τα σύμβολα "ΑΡΙΣΤΕΡΟΣΤΡΟΦΗ ΣΒΑΣΤΙΚΑ" και "ΔΕΞΙΟΣΤΡΟΦΗ ΣΒΑΣΤΙΚΑ" ήταν σύμβολα φυσικής και μαθηματικών, με τα οποία οι Έλληνες Πυθαγόρας και Δημόκριτος και Αρίσταρχος εξέφραζαν δεξιόστροφους και αριστερόστροφους πυρήνες ατόμων, πλανήτες, ηλιακά συστήματα, γαλαξίες και συμπαντικούς τομείς συνόλων γαλαξιών. Διότι έπρεπε οι Έλληνες να χάσουν την ΒΑΣΙΚΗ ΓΝΩΣΗ του ότι όλα τα άτομα έχουν δύο πυρήνες αντιθέτως στρεφομένους, ότι τα ηλιακά συστήματα είναι διπλά με δύο ήλιους αντιθέτως στρεφομένους, και ότι όλο το Σύμπαν ακολουθεί αναλογικά την ίδια διπολικότητα.


 Έτσι λοιπόν πολιτικοποιήθηκε τα σύμβολα "ΑΡΙΣΤΕΡΟΣΤΡΟΦΗ ΣΒΑΣΤΙΚΑ" και "ΔΕΞΙΟΣΤΡΟΦΗ ΣΒΑΣΤΙΚΑ" , επισυναπτόμενο σε εβραιογενείς ναζισμούς – φασισμούς και έγινε συνειρμικό με την καταπίεση, τον αντισημιτισμό και τη φρίκη του πολέμου των παρανοϊκών Χίτλερ και Μουσολίνι. 
Ομοίως διεστράφει το σύμβολο "ΠΕΝΤΑΛΦΑ" το οποίο εξέφραζε τίποτα περισσότερο από τις διαγωνίους των πενταγωνικών πλευρών των πυρηνικών ή κοσμικών δωδεκαέδρων, θεμελιωδών γεωμετρικών στερεών της ελληνικής πυρηνικής Φυσικής και Αστρονομίας. Το τελευταίο έγινε συνειρμικό … μαύρης μαγείας, αναρχισμού και λοιπών μαλθακιών, με αποτέλεσμα οι προκατειλημμένοι και «πολτοποιημένοι» εγκέφαλοι των αμαθών, να αντιδράσουν στα σύμβολα αυτά όπως θα αντιδρούσαν σε φορέα λέπρας.


Τα πολιτισμένα έθνη και κράτη, διατελούντα κάτω από πλύση εγκεφάλου δεν βλέπουν κλοπή και αρχαιοκαπηλία, παρά μόνον σε στάμνες και κτερίσματα τάφων. Δεν βλέπουν κλοπή και αρχαιοκαπηλία τεχνών και πνεύματος. Δεν βλέπουν σπιθαμή πέρα από την ύλη. Δεν βλέπουν τίποτε από την άτιμη αφαίμαξη που υφίσταται ο Ελληνισμός στον τομέα Τεχνών και Πνεύματος.

Αυτό που δεν καταλαβαίνω(;) είναι ότι όσοι επωφελούνται όλων αυτών..τελείως συμπτωματικά..τυχαίνει να είναι όλοι Εβραίοι! Κάτι συμπτώσεις...


(Καί βέβαια, όχι μόνον πνευματικά..αλλά αυτό εξετάζουμε τώρα στο θέμα αυτό.)

Το ταξίδι των Ελλήνων συνεχίζεται..
Πηγές: Ελλήνων αφύπνηση...
       kerberos-hellas

Κυριακή 9 Μαρτίου 2014

Οι Αυτομάτονες


Οι Αυτομάτονες ή Αυτόματοι (η ονομασία προέρχεται από την αρχαία ελληνική λέξη αὐτόματον= ενεργώ ιδία βουλήσει) ήσαν μυθολογικές «ζωντανές» κατασκευές με την μορφή ανθρώπων ή ζώων, δημιουργημένες ως επί το πλείστον από τον θεό Ήφαιστο και  ορισμένες από τον Δαίδαλο.


 Οι κυριότερες ήσαν οι παρακάτω:

 Καβειρικοί Ίπποι 

Ήσαν ζεύγος χάλκινων ίππων με πύρινη ανάσα κατασκευασμένοι από τον Ήφαιστο, οι οποίοι είχαν ως αποστολή να σύρουν το άρμα των Καβείρων.



Οι Κάβειροι ήσαν δίδυμοι θεοί – δαίμονες, οι οποίοι ηγούντο των οργιαστικών χορών στα μυστήρια της Σαμοθράκης που τελούνταν προς τιμήν των θεών Δήμητρας – Περσεφόνης και Εκάτης. Ήσαν επίσης φημισμένοι μεταλλουργοί και γιοι του θεού Ηφαίστου, τον οποίον βοηθούσαν στο εργαστήριό του στην Λήμνο, καθώς και θεότητες της θάλασσας (όπως και η μητέρα τους Καβειρώ) που προστάτευαν και βοηθούσαν τους ναυτικούς όταν κινδύνευαν. Σύμφωνα με τον Κλήμη οι Κάβειροι ήσαν τρεις τον αριθμό, αλλά οι δύο από τους αδελφούς διέπραξαν αδελφοκτονία.

Οι Κάβειροι ανέκτησαν τον φαλλό του Ζαγρέα ο οποίος ήταν διαμελισμένος από τους θεούς και αφού τον έκρυψαν σε σπηλιά του νησιού, καθιέρωσαν προς τιμή του τα Σαμοθράκεια Μυστήρια. Σύμφωνα με τον Αισχύλο οι Κάβειροι ήσαν αυτοί που υποδέχθηκαν τους Αργοναύτες και διοργάνωσαν προς τιμήν τους οργιαστικό συμπόσιο.

Οι Κάβειροι ταυτίζονται και με άλλους Κορυβαντικούς δαίμονες, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται και οι Κρητικοί Κουρήτες, οι Τρωικοί Δάκτυλοι και το φρυγικό Κορύβαντες. Σύμφωνα με ορισμένους ιστορικούς στους Σαμοθράκες Καβείρους ανήκουν όχι μόνο οι γιοι του Ηφαίστου, αλλά και οι επτά Κορύβαντες γιοί του θεού Απόλλωνα οι οποίοι συγκροτούσαν τον Μυστηριακό χορό. Στους Καβείρους συμπεριλαμβάνεται συχνά και ο Κεδαλίων ο Λήμνιος βοηθός του Ηφαίστου.
Τα ονόματα των Καβείρων ήσαν: Άλκων – Όννης – Αιτναίος.

   Καυκάσιος Αετός


Ήταν γιγάντιος χάλκινος αετός, κατασκευασμένος από τον Ήφαιστο, ο οποίος είχε ως αποστολή να κατατρώγει το αναπαραγόμενο συκώτι του Τιτάνα Προμηθέα, ο οποίος είχε αλυσοδεθεί από τον Δία στον Καύκασο διότι είχε παραδώσει στους θνητούς την φωτιά.Ο αετός άλλοτε περιγράφεται ως χάλκινο αυτόματον κατασκευασμένο από τον Ήφαιστο και άλλοτε ως μέλος πλασμάτων γεννημένων από τον δαίμονα Έχιδνα.

 Στα «αδελφά» πλάσματα περιλαμβάνονται ο λέων της Νεμέας και η Λερναία Ύδρα.Όταν ο Ηρακλής ξεκίνησε να ελευθερώσει τον Προμηθέα από τα δεσμά του, «σκότωσε» τον Αετό με βέλη και στη συνέχεια ο Αετός, ο Τιτάνας και το βέλος τοποθετήθηκαν ανάμεσα στα άστρα με τη μορφή των αστερισμών Aquila (Αετός) – Kneeler (εν γόνασι ή Γονυκλινής)  και Saggita (Τόξο – να μην συγχέεται με τον αστερισμό Τοξότη).


Ο αετός άλλοτε περιγράφεται ως χάλκινο αυτόματον κατασκευασμένο από τον Ήφαιστο και άλλοτε ως μέλος πλασμάτων γεννημένων από τον δαίμονα Έχιδνα. Στα «αδελφά» πλάσματα περιλαμβάνονται ο λέων της Νεμέας και η Λερναία Ύδρα.

Aquila_πηγή wikipedia
Aquila_πηγή wikipedia
kneeler_πηγή wikipedia
kneeler_πηγή wikipedia
Sagitta_πηγή wikipedia
Sagitta_πηγή wikipedia












Χρυσές Κηλήδονες 



Ήσαν χρυσά κινούμενα αγάλματα κατασκευασμένα από τον Ήφαιστο, είτε με την μορφή γυναικών, είτε δρυοκολάπτη, είτε με μορφή παρόμοια των Σειρήνων, που είχαν το χάρισμα του τραγουδιού και είχαν δοθεί στον ναό του Απόλλωνα στους Δελφούς.

 Χρυσές Κόρες


Ζεύγος χρυσών πανέμορφων κορασίδων κατασκευασμένων από τον Ήφαιστο, οι οποίες διέθεταν το χάρισμα του λόγου και της σκέψης, με αποστολή να υπηρετούν τον Ήφαιστο στην Ολύμπια κατοικία του.







 
Χρυσός & αργυρός κύων (σκύλος)


 Κατασκευασμένοι από τον Ήφαιστο, ήσαν ζεύγος σκύλων – φυλάκων (ένας χρυσός και ένας αργυρός) αθάνατοι και αγέραστοι οι οποίοι είχαν ως αποστολή να φυλάνε την είσοδο του παλατιού του βασιλέα των Φαιάκων Αλκίνου (πατέρα της Ναυσικάς).





 Τάλως


 Ο Τάλως ήταν γιγάντιο χάλκινο κινούμενο άγαλμα κατασκευασμένο από τον θεό Ήφαιστο, το οποίο είχε δωρίσει ο Δίας στην ερωμένη του Ευρώπη, μετά την εγκατάστασή της στο νησί της ΚρήτηΟ Τάλως είχε αναλάβει το έργο της προστασίας του νησιού, περιπολώντας τρεις φορές ημερησίως και απωθούσε τους πειρατές, πετώντας βράχους ή αγκαλιάζοντας τα πλοία με πύρινη λαβή.

 Τελικά «σκοτώθηκε» από τον Ποία (συμμετείχε στην Αργοναυτική εκστρατεία και ήταν γιος του Θαυμάκου, σύζυγος της Μεθώνης και πατέρας του Φιλοκτήτη) όταν προσπάθησε να εμποδίσει τους Αργοναύτες να αποβιβασθούν στο νησί. Ο Ποίας τον σκότωσε με βέλος σημαδεύοντας την φτέρνα του στην οποία κατέληγε η μοναδική φλέβα που περιείχε το ιχώρ (αίμα των θεών, ή κατ’ άλλους υδράργυρος).


 Στην γενεαλογία του επικού ποιητή Κιναίθωνα (Σπαρτιάτης επικός ποιητής) ο Τάλως παρουσιάζεται ως θεός – Ήλιος της Κρήτης, γιος του Κρη (εξ’ ου και το νησί της Κρήτης) και πατέρας του θεού Ήφαιστου. Επίσης ήταν πιθανώς πατέρας της Πασιφάης – συζύγου του βασιλιά Μίνωα. Η λέξη Τάλως στην αρχαία κρητική διάλεκτο σημαίνει «ήλιος».






 Χάλκινοι Ταύροι


 Ζεύγος χάλκινων ταύρων με πύρινη αναπνοή, κατασκευασμένοι από τον Ήφαιστο για τον βασιλέα της Κολχίδας Αιήτη. Υπήρξαν από τους άθλους του Ιάσονα ο οποίος προκειμένου να πάρει το χρυσόμαλλο δέρας, έπρεπε να ζέψει τους εν λόγω ταύρους και να σπείρει ένα χωράφι χρησιμοποιώντας ως αλέτρι τα μαγικά δόντια του δράκοντα.





 Χρυσοί Τρίποδες 

 Αποτελούνταν από 20 χρυσούς αυτοκινούμενους τρίποδες με τροχούς,  τους οποίους είχε κατασκευάσει ο Ήφαιστος προκειμένου να μετακινούνται οι θεοί στις αίθουσες του Ολύμπου κατά την διάρκεια των εορτών.

 Ο Ταύρος της Πασιφάης

 

Η Πασιφάη ήταν η αθάνατη κόρη του θεού Ήλιου (πιθανώς του Τάλως). Όπως και τα δύο αδέλφια της, ο Αιήτης και η Κίρκη, κατείχε το χάρισμα της μαγείας. Η Πασιφάη παντρεύτηκε τον βασιλιά της Κρήτης Μίνωα και του χάρισε πολλούς γιούς και κόρες.
 Ωστόσο, ως τιμωρία για κάποια προσβολή κατά των θεών που διέπραξε είτε η ίδια, είτε ο σύζυγός της, τιμωρήθηκε με την επιθυμία να ζευγαρώσει με τον καλύτερο ταύρο του βασιλιά τον Κρηταίο Ταύρο.

 Η βασίλισσα τότε επιστράτευσε τον τεχνίτη Δαίδαλο προκειμένου να την βοηθήσει και εκείνος κατασκεύασε μία κούφια ξύλινη αγελάδα, τυλιγμένη με δέρμα βοοειδών και προικισμένο με μηχανική ζωή. Η Πασιφάη κρυβόμενη μέσα σε αυτό το κατασκεύασμα ζευγάρωσε με τον Κρηταίο Ταύρο και γέννησε ένα υβριδικό παιδί, τον Μινώταυρο ο οποίος είχε σώμα ανθρώπου και κεφάλι ταύρου.



Πηγές
Όμηρος: «Ιλιάδα 18. 371 ff », «Οδύσσεια 7. 87» 8ος αι. πΧ
Πλάτων: «Ευθύφρων 11d» «Μένων 97d» 4ος αι. πΧ
Φιλόστρατος ο πρεσβύτερος (σοφιστής από την Λήμνο): «Εικόνες 1. 16» 3ος αι. Καλλίστρατος (σοφιστής): «Περιγραφές 3, 8, 9» 4ος αι. μΧ
Ελλήνων Παλιγγενεσία

Πέμπτη 26 Δεκεμβρίου 2013

Το Φώς των Χριστουγέννων




Aπόλυτη ησυχία απλωνόταν παντού και η μόνη μυρουδιά που αναγνώρισε ήτανε εκείνη του καμένου ξύλου στο τζάκι.Τούτη την παραμονή των Χριστουγέννων τη συλλογιότανε καιρό ο Φάνης. Πρώτη φορά θα πέρναγε τις άγιες μέρες μόνος, δίχως τη γιαγιά του τη Μηλιά. Βιαστική και σβέλτη, καθώς ήτανε σε όλα της, έτσι βιαστικά έφυγε πριν απ' τη μεγάλη τη γιορτή για τις ουράνιες πολιτείες κι άφησε πίσω, μονάχο του, το Φάνη να καρτεράει μυρωδιές και ήχους, χρώματα και εικόνες γιορτινές.

- Καλύτερα να μην έρθουνε ποτέ τους τα Χριστούγεννα, μουρμούραγε λυπημένος ο Φάνης και γύρευε να σταματήσει τις ώρες, χαλώντας τους δείχτες εκείνου του μικρού του ρολογιού που είχανε πάνω στο τραπέζι. Κάρφωνε τα μάτια του στον ουρανό ελπίζοντας να δει τον ήλιο να τριγυρνά χαμένος μέσα στις γκρίζες παχιές συννεφιές που κρύβουνε το δρόμο για τη δύση. Προσπαθούσε να κάνει ατέλειωτες τις νύχτες μετρώντας αργά-αργά τ' άστρα.

Ό,τι όμως κι αν έκανε, το χρόνο να κρατήσει δεν μπόρεσε. Κύλησε σαν το νερό, πέρασε σαν τον αγέρα, αφήνοντας να φανερωθεί άξαφνα μπρος στα μάτια του παιδιού η αυγή μιας κρύας, μα γεμάτης φως ημέρας, που ήτανε η παραμονή της γιορτής.

Μόλις ξύπνησε ο Φάνης στάθηκε για λίγο ακίνητος κρατώντας ακόμη και την ανάσα του κάτω από τα σκεπάσματα για ν' αφουγκραστεί τους ήχους του σπιτιού. Ύστερα έβγαλε δειλά τη μύτη του έξω απ' τη βαριά κουβέρτα για να μυρίσει τον αέρα.

Απόλυτη ησυχία απλωνόταν παντού και η μόνη μυρουδιά που αναγνώρισε ήτανε εκείνη του καμένου ξύλου από το τζάκι.

- Ας είναι, ψιθύρισε. Να δεις που θα περάσουν και τούτες οι δυο μέρες της γιορτής γρήγορα και θα γίνουν όλα όπως και χθες.

Με μια αργή κίνηση παραμέρισε τα σκεπάσματα και σηκώθηκε τεμπέλικα απ' το κρεβάτι, ενώ σκεφτόταν....

- Πού να προλάβει η μάνα από τις δουλειές που την πνίγουν για γιορτές κι ετοιμασίες, για μελομακάρονα και Χριστοκούλουρα, για Χριστόψωμα, δίπλες και τηγανίτες! Μη βλέπεις! Η γιαγιά ήτανε αλλιώς. Δεν έτρεχε στα γίδια, στη στάνη, στο τυροκομείο. Εκείνη είχε χρόνο για όλα τα άλλα.

Ντύθηκε δίχως βιάση, φόρεσε όπως-όπως τα παπούτσια του στραβοπατώντας τα και με τα μεγάλα κορδόνια να πετιόνται και να τινάζονται μπροστά σε κάθε του βήμα σαν φιδίσιες γλώσσες. Έριξε μια καθαρή πετσέτα στον ώμο και βγήκε από το σπίτι για να πλυθεί έξω στις δυο βρυσούλες, τις δίδυμες, καθώς τις έλεγε ο πατέρας του, όπου το γάργαρο νερό τους ερχότανε από ψηλά, από τις κορυφές της Χιόνας, κι έτρεχε ολημερίς ασταμάτητα.

Δεν πρόλαβε να ανοίξει την εξώπορτα και πήδησε μπρος στα πόδια του ο σκύλος του ο Πιστός κουνώντας πέρα δώθε, την ουρά του. Μεγάλη αγάπη είχε ο Φάνης σε τούτο το μαλλιαρό τσοπανόσκυλο που του έφτανε σχεδόν ως τη μέση. Ήτανε η μόνη του παρέα, όταν ερχότανε εδώ στη στάνη. Το χωριό, για ν' ανταμώσει με τ' άλλα παιδιά, ήτανε δυο ώρες μακριά και δεν υπήρχε άλλη στάνη εκεί κοντά για να έχει κάποια παρέα.




- Σιγά, σιγά παλιόφιλε, είπε γελώντας στον Πιστό και τον χάιδεψε γερά στο κεφάλι. Σιγά, θα με ρίξεις κάτω!

Περπάτησαν οι δυο τους ως τις βρύσες. Στάθηκαν ο ένας δίπλα στον άλλον, στην ίδια ευθεία, ακίνητοι, έχοντας απέναντι τους ο καθένας κι από μια βρύση. Έμειναν έτσι μερικά λεπτά, για να πάρουν το κουράγιο που τους έλειπε, πριν βάλουν το κεφάλι τους κάτω από το παγωμένο νερό. Μια λοξή, γρήγορη, ματιά που έριξαν συναμετάξυ τους ήτανε, θαρρείς, το σύνθημα. Σκύψανε και οι δυο ταυτόχρονα το κεφάλι χαμηλά κι αμέσως το έσπρωξαν κάτω από το νερό. Χύθηκε πάνω τους δροσιά διάφανη και κρυστάλλινη, ζωντανεύοντας τα τρυφερά μάγουλα του Φάνη, μουσκεύοντας τα πυκνά μαλλιά και τα μουστάκια του σκύλου. Ύστερα τίναξαν και οι δυο δυνατά το κεφάλι, κάνοντας χιλιάδες σταγόνες να πεταχτούν δεξιά κι αριστερά.

- Πού είναι η πετσέτα σου σήμερα φιλαράκο; Φώναξε γελώντας ο Φάνης στο σκύλο του τον Πιστό, ενώ έτριβε με δύναμη τα μαλλιά του. Ξέχασες, μού φαίνεται, τι μέρα είναι. Έλα εδώ να σε στεγνώσω εγώ, του είπε, κι άπλωσε το χέρι με την πετσέτα για να σκουπίσει τη μούρη του.

- Γαβ-γάβ, διαμαρτυρήθηκε ο Πιστός κι έκαμε δυο-τρία βήματα πίσω για να τον αποφύγει.

- Το ξέρω πως δεν σ' αρέσει να είσαι περιποιημένος, μα σήμερα είναι παραμονή των Χριστουγέννων, του είπε ο Φάνης. Θα μου πεις βέβαια, και με το δίκιο σου, συνέχισε μονολογώντας, πώς θέλεις να το καταλάβω εγώ αυτό; Μήπως και άλλαξε τίποτε εδώ γύρω που να το μαρτυράει;

- Γαβ.... γαβ-γαβ, γάβγισε δυνατά ο Πιστός, σαν να 'χε άλλη γνώμη.

- Μη μού διαμαρτύρεσαι καθόλου. Τα καλά τσοπανόσκυλα, αν θέλεις να ξέρεις, έχουν μύτη και τα μυρίζονται όλα, είπε γελώντας το παιδί, μα την απάντηση δεν πρόλαβε να την ακούσει γιατί παιχνιδιάρικα σφυρίζοντας του έφερε ο αγέρας ώς τ' αφτιά του ψιθυριστά το όνομα του.

- Φάνη... - Φάνη...

Ξαφνιασμένος στάθηκε στον τόπο για ν' ακούσει καλύτερα, κάνοντας νόημα και στον Πιστό να μη γαβγίσει.

- Φάνη, Φάνη, πού είσαι; άκουσε ξανά, καθαρά όμως ετούτη τη φορά τη φωνή της μάνας του που ερχότανε από το μονοπάτι.

- Ξύπνησα, φώναξε το παιδί κι ένιωσε λαχτάρα να την ανταμώσει κι αφήνοντας το σκύλο να τον κοιτάζει, περπάτησε γρήγορα ως το δρομάκι και την περίμενε εκεί.

Σε λίγο εκείνη φάνηκε πίσω από τα δέντρα της στροφής να έρχεται χαμογελαστή με βήμα γρήγορο.

- Τι χάλια είναι αυτά; Πώς είσαι έτσι, του είπε η μάνα, όταν έφτασε κοντά. Δέσε τα κορδόνια σου, χτένισε λιγάκι τα μαλλιά σου, τον γλυκομάλωσε, βάζοντας ταυτόχρονα τα δάχτυλά της μέσα στ' ανακατεμένα σγουρά μαλλιά για να τα φτιάξει. Αν ήσουνα τώρα στο χωριό, από τα εφτά χαράματα θα ξεκινούσες να πεις τα κάλαντα κι όχι που μου κοιμήθηκες κι ανέβηκε μιαν οργιά ο ήλιος.

- Δηλαδή...., είπε ο Φάνης σαστισμένος. Δηλαδή σε ποιον.... θα τα πω;

- Τι σε ποιον θα τα πεις. Σε μένα, του είπε γελώντας η μάνα.

- Σ' εσένα; Μα εγώ τα έλεγα πάντα στη γιαγιά, γιατί εσύ....

- Εμπρός-εμπρός ξεκίνα κι άφηκα μισοαρμεγμένα τα γίδια στον πατέρα σου, τού είπε, και τραβώντας τον από το χέρι φτάσανε οι δυο τους μπροστά στην πόρτα του σπιτιού.

- Τώρα, μάνα, μεγάλωσα. Δεν είμαι πια για κάλαντα, είπε με ντροπή το παιδί σκύβοντας το κεφάλι.

- Μεγάλωσες; Μωρέ τι μάς λες! Εδώ ο Γιωργής ο Φωτεινός τα λέει ακόμη στο χωριό κι ας είναι είκοσι χρονών και μεγάλωσες εσύ εννιά χρονών παιδί;

- Τότε, στάσου να φτιαχτώ λιγάκι, είπε τρελός από χαρά ο Φάνης και γυρνώντας στο πλάι πέταξε την πετσέτα που κρατούσε πάνω στο πεζούλι. Ύστερα έσκυψε να δέσει βιαστικά τα κορδόνια του, έσιαξε και τα πουκάμισα του που ήτανε μισοβγαλμένα, χτένισε με τα δάχτυλα και τα μαλλιά του και τέλος, χτυπώντας τα δυο του χέρια, κάλεσε τον Πιστό να 'ρθει κοντά του.

- Πιστέ, έλα... έλα, του φώναξε γελώντας Θα τα πούμε και φέτος παλιόφιλε.

- Στάσου εδώ, του είπε η μάνα, όταν είδε πως ήταν έτοιμος. Θα το κάνουμε, όπως το έκανες και με τη γιαγιά. Θα μπω εγώ στο σπίτι κι εσύ θα μου χτυπήσεις την πόρτα. Στάσου σου λέω, να το κάνουμε όπως πρέπει...

Η μάνα χάθηκε, πριν αποσώσει καλά το λόγο της, μέσα στο σπίτι κλείνοντας πίσω της την πόρτα.

Ο Φάνης έμεινε ολομόναχος εκεί, σαστισμένος, δίχως να μπορεί να σαλέψει, δίχως να μπορεί ν' ανασάνει από εκείνον τον κόμπο που ήρθε και στάθηκε στο λαιμό του. Τα μάτια του γεμίσανε πλημμύρα κι άφαντη γίνηκε μπροστά του η πόρτα και το σπίτι ολάκερο χάθηκε μέσα στα θολά τα δάκρυα. Η καρδιά του χτυπούσε στο στήθος του δυνατά μ' ένα ρυθμό παράξενο που το παιδί δεν είχε ξανανιώσει.

- Ούτε μια πρόβα δεν κάναμε, γύρισε και είπε στον Πιστό ο Φάνης σκουπίζοντας ταυτόχρονα τα μάτια με το μανίκι του. Εμπρός, τι περιμένεις, τού ψιθύρισε σπρώχνοντάς του το κεφάλι, λες κι ο Πιστός έπρεπε να χτυπήσει την πόρτα.

- Α! Κατάλαβα! Μουρμούρισε. Όλες τις ντροπές θα τις πάρω εγώ! Σήκωσε δειλά ο Φάνης το χέρι και τύπησε το μικρό, σιδερένιο μάνταλο τρεις φορές.

- Να τα πούμε;φώναξε με τρεμάμενη φωνή.




- Να τα πείτε, να τα πείτε, ακούστηκε από μέσα η φωνή της μάνας, ενώ την ίδια στιγμή άνοιξε διάπλατα και η πόρτα.

Ο Φάνης πήρε κουράγιο από το χαμόγελο της μάνας του κι άρχισε να λέει τραγουδιστά τα κάλαντα, υμνώντας του Χριστού τη γέννηση, της μικρής φάτνης τη δόξα, των μάγων τ' άγια δώρα! Στο τέλος, εκεί που αρχίζουν τα παινεματα του νοικοκύρη, ο Φάνης έλεγε ετούτα εδώ τα λόγια που του είχε μάθει η γιαγιά του η Μηλιά και που ήτανε εκείνα που ταίριαζαν στους τσοπάνηδες.
«Εδώ σε τούτες τις αυλές, τις μαρμαροστρωμένες
Εδώ 'χουν χίλια πρόβατα και τρεις χιλιάδες γίδια.
Σαν κάνουν τον ανήφορο, γιομίζ' ο λόγγος όλος.
Σαν πιάσουν τον κατήφορο, γιομίζ' ο κάμπος όλος.
Σαν το μυρμήγκι περπατούν, σαν το μελίσσι βάζουν.
Σαν τον αφρό της θάλασσας, αφρίζουν τα καρδάρια.
Εμείς ολίγα τα πάμε κι ο Θεός να τ' αβγαταίνει.»

- Και του χρόνου, φώναξε στο τέλος λάμποντας από χαρά ο Φάνης.

- Και του χρόνου, Φάνη μου, του είπε συγκινημένη η μάνα κι άπλωσε τη χούφτα της και πιάνοντας το μικρό του χεράκι, τού έβαλε μέσα ένα χιλιοδιπλωμένο χαρτονόμισμα.

- Έλα κοντά να σε φιλήσω, τού είπε και τον τράβηξε κοντά της και γέμισε φιλιά τα δροσερά του μάγουλα.

- Σιγά, σιγά, θα με φας, της είπε γελώντας ο Φάνης για να δώσει ένα τέλος στης μάνας του τις τρυφεράδες. Δώσε και κανένα φιλάκι στον Πιστό που μάς κοιτάζει αμίλητος τόση ώρα! Κοίτα τον πως ζηλεύει!

- Γαβ-γαβ, γάβγισε δυνατά το σκυλί στυλώνοντας τα δυο πισινά του πόδια στο χώμα.

- Ο Πιστός καλά θα κάνει να μάς αδειάσει τη γωνιά, γιατί έχουμε του κόσμου τις δουλειές, είπε η μάνα και του γύρισε απότομα την πλάτη της μπαίνοντας στο σπίτι. Εξάλλου, η θέση του είναι με το κοπάδι κι όχι να μπερδεύεται μέσα στα δικά μας τα πόδια, συμπλήρωσε.

Ο Φάνης κοίταξε τον Πιστό στα μάτια και του έκανε κρυφά νόημα να καθίσει καταγής. Ο Πιστός δίχως δεύτερη κουβέντα στρώθηκε φαρδύς-πλατύς μπροστά στην πόρτα, αναγκάζοντας το παιδί να πηδήσει από πάνω του για να μπορέσει να μπει μέσα στο σπίτι.

Πήγε και κάθισε με τα γόνατα πάνω σε μια καρέκλα ακουμπώντας με τους αγκώνες στο τραπέζι. Ανοιξε τη σφιγμένη παλάμη κι άφησε να πέσει πάνω στο υφαντό τραπεζομάντιλο το διπλωμένο χαρτονόμισμα.

- Ένα πενηντάρικο, είπε κι άνοιξαν τα μάτια του διάπλατα από την έκπληξη και τη χαρά.




- Να το κρατήσεις μαζί με τα άλλα που έχεις, του είπε η μάνα που εκείνη τη στιγμή έριχνε ξύλα στο τζάκι για να δυναμώσει τη φωτιά. Να το κρατήσεις και σαν πας στην πόλη, να πάρεις ό,τι θέλεις.

- Πότε θα πάμε στην πόλη; ρώτησε με λαχτάρα το παιδί.

- Θα πάμε, μα όχι τώρα. Να περάσουν και οι γιορτές.

- Μα εγώ τώρα θέλω να πάμε, μουρμούρισε με παράπονο ο Φάνης. Θέλω να δω την πόλη πώς είναι στολισμένη για τις γιορτές.

- Φάνη μου, αυτό που ζητάς δε γίνεται, του είπε γλυκά η μάνα νιώθοντας τον πόθο του παιδιού.

- Τέτοιες μέρες που όλος ο κόσμος γυρίζει στις πλατείες και στα μαγαζιά, που κάνουν τραπέζια με χίλια δυο γλυκά και φαγητά, που αγοράζουν δώρα και φορούνε τα καλύτερα τους ρούχα, τέτοιες μέρες εμείς φεύγουμε από το χωριό, φεύγουμε από τον κόσμο κι ερχόμαστε στην άκρη της γης για να κάνουμε γιορτές.

- Δεν ερχόμαστε στην άκρη της γης, όπως είπες, για να κάνουμε γιορτές, μα για να βοηθήσουμε λιγάκι τον πατέρα σου. Νομίζω ξέρεις πόσες γίδες είναι στην ώρα τους για να γεννήσουν κι ετούτα τα γίδια είναι όλη η περιουσία μας. Ξέρεις ακόμη πως ο κυρ-Στέφανος με το φορτηγό τέτοιες γιορτινές μέρες δεν έρχεται να μάς πάρει το γάλα, γιατί κλείνουνε τα τυροκομεία και αναγκαζόμαστε να το κάνουμε μόνοι μας τυρί, ειδάλλως θα το χύναμε και είναι μεγάλη αμαρτία. Ξέρεις πάλι πως....

- Εντάξει, ξέρω, είπε στεναχωρημένος ο Φάνης. Όμως κι εγώ θέλω να δω την πολιτεία.

- Θα τη δεις κάποτε και την πολιτεία που τόσο τη ζηλεύεις και πού ξέρεις, είπε η μάνα, μπορεί να συναντήσεις εκεί ανθρώπους που θα ζηλεύουνε εσένα.

- Θα ζηλεύουν εμένα; Φώναξε έκπληκτος ο Φάνης. Και τι έχουν να ζηλέψουν από μένα, το στάβλο ή τα ζώα, τη φτωχή μας πολυτέλεια ή τα ανύπαρκτα στολίδια;

- Ακριβώς αυτά έχουν να ζηλέψουν, του είπε γελώντας με τις φωνές που έβαλε.

- Καιρός είναι να μού πεις πως όλοι αυτοί θα ψάχνουν τέτοιες μέρες μια στάνη για να κάνουνε Χριστούγεννα;

- Αν πράγματι ψάχνουνε να βρούνε το μικρό Χριστό, μια στάνη σαν την δική μας θα πρέπει να ψάχνουνε, κι όχι,... μα το λόγο της δεν πρόλαβε να τον τελειώσει, γιατί πετάχτηκε ο Φάνης και τη ρώτησε με λαχτάρα...

- Πες μου, μάνα, έχεις κατεβεί εσύ στην πολιτεία τέτοιες γιορτινές μέρες.

- Είχα κατέβει μια φορά με τον πατέρα σου, όταν ήμασταν νιόπαντροι, στην πόλη. Μιλιούνια ο κόσμος στους δρόμους, στα μαγαζί στα καφενεία, στις ταβέρνες Κρατούσα νερά το χέρι του πατέρα σου, γιατί φοβόμουνα μη πα, χαθώ μέσα σ αυτό τον κόσμο.

-Είναι αλήθεια πως τέτοιες μέρες στολίζουν τα σπίτια, τους δρόμους, τα μαγαζιά με χιλιάδες μικρά φωτάκια; Πως στολίζουν μεγάλα και μικρά έλατα που τα πουλούν στους δρόμους με πολύχρωμα αγγελάκια και πως τα τυλίγουνε γύρω-γύρω με φωτάκια που αναβοσβήνουν ρυθμικά; ρώτησε ο Φάνης και σπίθισαν λάμψεις στα μάτια του.

- Αλήθεια είναι, του απάντησε η μάνα, και γεμίζοντας το μεγάλο το τσουκάλι με νερά το έβαλε πάνω στη φωτιά για να πάρει βράση. Μα που τα ξέρεις εσύ όλα αυτά; τού είπε γελώντας.

- Μάς τα διάβασε σ' ένα παραμύθι η δασκάλα μας μια μέρα, πριν κλείσουν τα σχολεία. Η δασκάλα μας γεννήθηκε στην πόλη και κάθε χρόνο μάς είπε πως στολίζει Χριστουγεννιάτικο δέντρο. Το γεμίζει μικρά-μικρά φωτάκια και το βάζει να στέκει δίπλα στο ανοιχτό παράθυρο. Αν είχαμε ρεύμα κι εμείς στη στάνη, να, εδώ θα το 'βαζα το φωτισμένο έλατο, είπε ο Φάνης και με ένα πήδημα βρέθηκε δίπλα στο μικρό παράθυρο και τράβηξε στο πλάι το λευκό κουρτινάκι. Και με τα λεφτά που έχω μαζέψει θ' αγόραζα χιλιάδες φωτάκια και θα στόλιζα ολόκληρο το σπίτι. Ως και τη στάνη θα στόλιζα.

- Ας μάς βάλουνε πρώτα το ρεύμα και μετά βλέπουμε, είπε αφηρημένα η μάνα.

- Όχι, όχι, τι θα πει «μετά βλέπουμε»; Εγώ θα τη στολίσω όλη τη στάνη, όταν έρθει το ρεύμα. Έτσι θα μπορέσει να μάς δει και η γιαγιά από εκεί πάνω και να χαρεί. Τι λες, μάνα, δε θ' αρέσουν στη γιαγιά τα φωτάκια;

- Σίγουρα θα της αρέσουν, είπε η μάνα του και χάθηκε στο δίπλα δωμάτιο.

Όταν ξαναφάνηκε στην πόρτα, κρατούσε στα χέρια της ένα μεγάλο ξύλινο δίσκο. Ήλθε και τον ακούμπησε πάνω στο τραπέζι λέγοντας...

- Και του χρόνου, και του χρόνου.

- Πότε ζύμωσες Χριστόψωμο; είπε με λαχτάρα ο Φάνης και σβήνοντας με μιας τα λαμπιόνια των ονείρων του έτρεξε στο τραπέζι.

- Κοίταξε το τώρα καλά και πες μου τι τού λείπει, τον ρώτησε με καμάρι η μάνα.

- Τι να του λείπει; ψιθύρισε μαγεμένος ο Φάνης. Εδώ πάνω είναι κεντημένα όλα τα καλά της γης και τ' ουρανού. Και δέντρα έχει και πουλιά, λουλούδια κι άστρα, ανθρώπους και ζώα, τον ήλιο και το φεγγάρι. Όλα τα έχει πάνω του· τίποτε δεν του λείπει. Ίδιο, όπως το κάνε και η γιαγιά, για να μη σου πω πως είναι και καλύτερο.

- Έχω όμως κάνει και κάτι ακόμη για σένα, είπε η μάνα κι αφήνοντας το Χριστόψωμο στο τραπέζι έφερε από το διπλανό δωμάτιο ένα ταψάκι σκεπασμένο με μια λευκή πετσέτα.

Το κράτησε μπροστά στο Φάνη κι εκείνος τράβηξε με μιας το κάλυμμα. Τότε είδε στο ταψί δυο αφράτα ζυμαρένια προβατάκια, ένα στρουμπουλό φασκιωμένο μωρό ίδιο με το μικρό Χριστό κι έναν ολόλευκο Άγγελο με δυο μεγάλα φτερά.





- Πώς τα έφτιαξες όλα αυτά, είπε θαμπωμένο το παιδί.

- Όταν ψηθούν, θα τα βάλουμε πάνω στο τζάκι για στολίδια, είπε η μάνα. Εμπρός όμως, πάμε τώρα έξω να με βοηθήσεις να τα ρίξουμε στον φούρνο.

Βγήκανε οι δυο τους από το σπίτι. Πρώτος ο Φάνης πηδώντας πάνω από τον Πιστό κι έπειτα η μάνα μουρμουρίζοντας...

- Βρε, μπελά που βρήκαμε μ' αυτό το σκυλί.

Εμείς το πήραμε για τσοπανόσκυλο κι αυτό, με τα χάδια που του κάνεις, κατάντησε σκυλάκι του καναπέ.

Ο Πιστός, χωρίς να δώσει καμιά σημασία ατις γκρίνιες της, τούς ακολούθησε κουνώντας χαρούμενος την ουρά του και πήγε και στάθηκε δίπλα στο Φάνη που κρατούσε το Χριστόψωμο μέχρι η μάνα του να καθαρίσει από τα ξύλα τον πυρωμένο φούρνο.

- Ξέρεις μάνα, είπε με σκυμμένο το κεφάλι ο Φάνης, όταν έμπαιναν ξανά στο σπίτι. Φοβόμουνα πως φέτος θα είναι αλλιώτικα τα Χριστούγεννα, χωρίς τη γιαγιά να κάνει όλες αυτές τις ετοιμασίες της γιορτής.

- Μα και μόνο που δεν είναι εδώ η γιαγιά, τα Χριστούγεννα τούτη τη χρονιά θα είναι αλλιώτικα. Όσο για τις ετοιμασίες, αυτές δεν ξέρουν από αναβολές. Τι κι αν λείπει φέτος η γιαγιά σου η Μηλιά; Τι κι αν λείψω κι εγώ σε λίγα χρόνια; Αυτά θα πει πως το σπίτι θα μείνει χωρίς Χριστόψωμο και δίπλες; Είπε, κοιτάζοντας πονηρά το Φάνη, και ξεστρώνοντας το τραπεζομάντηλο από το τραπέζι έφερε από το ντουλάπι μια μικρή πάνινη σακούλα αλεύρι.

- θα κάνουμε και δίπλες; φώναξε με ενθουσιασμό το παιδί.

- Δίπλες τραγανές μελάτες με κανέλλα μυρωδάτες και καρύδι πασπαλάτες, είπε εκείνη γελώντας. Ό,τι όμως κι αν κάνουμε, το κάνουμε για το Χριστό κι όχι για μάς. Πώς θα τιμήσουμε αλλιώς την αυριανή γιορτή; Κι ο Χριστός, να ξέρεις, καρτεράει απ' όλους μας να κάνουμε κάτι γι' αυτή την Άγια μέρα που θα ξημερώσει.

- Τότε έχουμε ένα σωρό δουλειές, είπε ο Φάνης με ενθουσιασμό και πρέπει να κάνουμε γρήγορα για να τα προλάβουμε όλα.

Έτσι κι έγινε. Δίχως να το καταλάβουν, ζυμώθηκαν και χρυσοψήθηκαν οι δίπλες στο τηγάνι. Μελώθηκαν και πασπαλίστηκαν με κανέλλα και ψιλοκοπανισμένο καρύδι. Άνοιξαν τα μπαούλα και βγήκαν οι φλοκάτες οι γιορτινές, στρώθηκαν τα υφαντά πλουμιστά στρωσίδια στο πάτωμα. Βγάλανε το Χριστόψωμο από το φούρνο και μοσχοβόλησε το σπίτι. Κουβάλησαν δίπλα στο τζάκι το Χριστόξυλο, ένα μεγάλο κούτσουρο που από το καλοκαίρι ακόμη το είχανε ετοιμάσει γι' αυτή τη νύχτα. Θα το έριχναν αργά το βράδυ στο τζάκι και θα σιγόκαιγε ως το πρωί για να ζεσταίνει, καθώς πίστευαν οι τσομπάνηδες, τούτη την κρύα νύχτα την Παναγιά με το μωρό. Πήγανε και στο κοτέτσι και πιάσανε μιαν αφράτη παρδαλή πουλάδα και τη βάλανε στο τσουκάλι να σιγοβράσει για να γίνει μια νόστιμη σούπα για την αυριανή γιορτή.




- Φάρμακο η κοτόσουπα μετά τη νηστεία, έλεγε πάντα η γιαγιά σου η Μηλιά, είπε γελώντας η μάνα την ώρα που ξεπουπούλιαζαν την κότα.

- Και που να το ήξερε η καημένη η κυρά κοκό πως θα γίνει φάρμακο, είπε ο Φάνης και βάλανε οι δυο τους τα γέλια.

Είπανε κι άλλα πολλά τις ώρες ετούτες που έκαναν τις ετοιμασίες. Μα εκείνο που τους έκανε να γελάσουν με την ψυχή τους ήτανε εκείνες οι αστείες ιστορίες που λέγανε στο χωριό τέτοιες μέρες για τους καλικάντζαρους και τις ζαβολιές τους, για τα παθήματα και τις σκανταλιές τους.

Έτσι πέρασε η ώρα με διηγήσεις και με γέλια κι έφτασε απόγευμα, δίχως να το καταλάβουν.

- Τέσσερις η ώρα, είπε κάποια στιγμή η μάνα. Για να μη φανεί καθόλου ο πατέρας σου κατά δω, φοβάμαι πως θα 'χει γεννητούρια. Καλό θα ήτανε να πάω να τον βοηθήσω λιγάκι.

- Θα έρθω κι εγώ, μάνα, είπε πρόθυμα το παιδί.

- Ξέρεις Φάνη τι δεν προλάβαμε σήμερα να κάνουμε, τού είπε τότε εκείνη. Δεν ασπρίσαμε λίγο το προσκυνητάρι του Άϊ-Γιώργη πάνω στο βράχο της Αγνανταριάς και ξέρεις πόσο η γιαγιά σου φρόντιζε εκείνο το προσκυνητάρι.

- Αλήθεια, ψιθύρισε σκεπτικός ο Φάνης. Το προσκυνητάρι το ξεχάσαμε. Η γιαγιά το άσπριζε μέρες πριν από τη γιορτή.

- Αυτή ήτανε η πρώτη ετοιμασία της γιαγιάς για τα Χριστούγεννα, είπε η μάνα. Το άσπρισμα του Αϊ-Γιώργη. Βλέπεις, εκκλησιά εδώ στην ερημιά δεν έχουμε. Το χωριά είναι δυο ώρες δρόμος, με τα μουλάρια, το μοναστήρι του Αϊ-Γιάννη άλλο τόσο από την άλλη μεριά του βουνού κι έτσι μονάχα τούτο είχε για παρηγοριά.

- Κι εγώ το ξέχασα ολότελα, είπε παρμένο το παιδί από τις θύμησες που είχε λησμονήσει και που άρχισαν να ζωντανεύουν σιγά-σιγά μπρος στα μάτια του.

-Σηκωνόμασταν με τη γιαγιά, πριν ξημερώσει, συνέχισε να λέει. Μ' έντυνε με του τζακιού το φως. Ύστερα έπαιρνε ένα μπουκάλι λάδι, γέμιζε καρβουνάκια το θυμιατό, έπαιρνε σπίρτα και λιβάνι κι αθόρυβα βγαίναμε από το σπίτι για να μη σας ξυπνήσουμε. Όταν φτάναμε στο προσκυνητάρι του Αϊ-Γιώργη στο βράχο της Αγνανταριάς, ήτανε η ώρα που χτυπούσαν στ' απέναντι χωριά οι καμπάνες. Κι ο αγέρας έφερνε τον ήχο ως τ' αυτιά μας. Καμπάνες χαρμόσυνες απ' το Μεγαλοχώρι. την Κερασιά, το Φωτεινό, τη Βίγλα, την Κρυοπηγή. Κάναμε τον σταυρό μας άναβε η γιαγιά το καντηλάκι, θύμιαζε την εικόνα, σιγόψελνε λιγάκι και ύστερα γυρίζαμε πάλι στο σπίτι.

- Από μικρό κορίτσι πήγαινε η γιαγιά σου τη νύχτα των Χριστουγέννων κι άναβε το καντήλι του Αϊ-Γιώργη, είπε η μάνα.

- Εσύ μάνα δεν ήλθες ποτέ μαζί μαζί της είπε το παιδί.

- Ετούτο ήτανε κάτι που το έκανε πάντα η γιαγιά σου. Αν μπορούσαμε να πάμε σ' εκκλησιά για να λειτουργηθούμε, αυτό το βράδυ όλοι μας θα πηγαίναμε. Το προσκυνητάρι όμως δεν είναι κι εκκλησιά.

- Να πάω εγώ, μάνα, απόψε ν' ανάψω το καντήλι του Αϊ-Γιώργη; είπε με λαχτάρα το παιδί.

- Πάρε τώρα τη λεκάνη με τον ασβέστη και τη βούρτσα και πήγαινε ν ασπρίσεις το προσκυνητάρι. Άναψε, αν θέλεις, και το καντήλι. Εγώ πρέπει να πάω στον πατέρα σου. Τον έχω αφήσει μόνο του σήμερα.

- Εντάξει, τώρα θα πάω να το ασπρίσω, να πάω όμως και το βράδυ, την ώρα που χτυπούνε οι καμπάνες, ν' ανάψω το καντηλάκι; Ρώτησε πάλι το παιδί.

- Άσπρισε το τώρα κι άμα ξυπνήσεις το βράδυ πας και για το καντήλι, είπε βιαστικά η μάνα και ρίχνοντας στους ώμους το σάλι της χάθηκε στους ίσκιους του μονοπατιού.

Ο Φάνης δεν μπήκε καθόλου στο σπίτι, παρά πήγε στη μικρή τους αποθήκη, πήρε τη λεκάνη με τον ασβέστη και τη χοντρή τη βούρτσα και παρέα με τον Πιστό κίνησε για την Αγνανταριά που ήτανε το προσκυνητάρι του Αϊ-Γιώργη.

Ο δρόμος δεν ήτανε πολύς ως το προσκυνητάρι. Πετώντας ανέβηκε ο Φάνης τον ανήφορο ως εκεί κι ας είχε στα χέρια του τόσο βάρο. Σαν έφτασε, έκαμε το σταυρό του, έβγαλε από μέσα την εικόνα τοῦ Άϊ-Γιώργη, τη φίλησε και ύστερα την ακούμπησε πάνω στα κλαδιά ενός θάμνου. Πήρε τη βούρτσα, τη βούτηξε στον ασβέστη, κι άσπρισε όλο το προσκυνητάρι, μέσα κι ἔξω. Άσπρισε ακόμη κι ἕνα βράχο που έστεκε πλάι του. Ύστερα στάθηκε να το καμαρώσει και του φάνηκε πως έλαμπε, χιονάτο περιστέρι, έτσι που λούφαζε μέσα στις κουμαριές και το έλουζε το στερνά του ήλιου το φως.

Σαν γύρισε στο σπίτι ο Φάνης, έριξε μερικά ξύλα στο τζάκι, πήρε τα ζυμαρένια προβατάκια στα χέρια του, ξάπλωσε μπροστά στη φωτιά πάνω στη φλοκάτη και παίζοντας μονάχος περίμενε τη μάνα και τον πατέρα του να γυρίσουν.

Η κούραση όμως μα κι εκείνη η γλυκιά ζεστή αγκάλη του τζακιού νανούρισαν το Φάνη και το παιδί γλυκοκοιμήθηκε για ώρες.

Όταν ξύπνησε, ήτανε ξαπλωμένος στο κρεβάτι του. Φορούσε ακόμη τα ρούχα της ημέρας. Καθώς φαίνεται, τα παπούτσια μόνο τού είχανε βγάλει και τον ακούμπησαν στο κρεβάτι η μάνα του και ο πατέρας.

Ο Φάνης, σαν άνοιξε τα μάτια, έψαξε να δει πού βρίσκονταν του ρολογιού οι δείχτες. Δεν μπόρεσε όμως από τόσο μακριά να δει· γι' αυτό σηκώθηκε, πήρε στα χέρια του το ρολόι, πλησίασε στη φλόγα του τζακιού που έκαιγε το Χριστόξυλο και διάβασε ψιθυριστά την ώρα.

- Τέσσερις και τέταρτο, είπε. Πρέπει να βιαστώ. Ν' ανάψω το καντήλι του Αϊ-Γιώργη. Σε λίγο θα σημάνουν και οι καμπάνες.




Πατώντας στις μύτες των ποδιών, πλησίασε έξω από το δωμάτιο των γονιών του και κρυφοκοίταξε μέσα από τη μισάνοιχτη πόρτα. Μονάχα τις ανάσες τους άκουσε να μπερδεύονται ρυθμικά μεταξύ τους.

Ο Φάνης γύρισε πάλι κοντά στο κρεβάτι του. Φόρεσε βιαστικά τις γαλότσες και το παλτό του. Ύστερα πήρε το μπουκάλι με το λάδι που φύλαγαν πάντα στο εικονοστάσι και το στρίμωξε μέσα στην τσέπη του παλτού του, γέμισε, το θυμιατήρι καρβουνάκια από το τζάκι, πήρε στην άλλη του τσέπη το λιβάνι και τα σπίρτα. Όταν σιγουρεύτηκε για όλα, άνοιξε σιγά-σιγά την πόρτα.

Δεν πρόλαβε να πατήσει το πόδι του έξω από το σπίτι κι ένιωσε τον Πιστό να τρίβεται στο παντελόνι του.

- Σσσσσσς. τσιμουδιά, είπε στον Πιστό, κολλώντας το δάχτυλό του στη μύτη. Πάμε να φύγουμε ήσυχα. Κρίμα να τους ξυπνήσουμε. Σαν κλέφτες, το 'σκασαν οι δυο τους και γρήγορα βρέθηκαν μακριά από το σπίτι, πάνω στο ανηφορικό το μονοπάτι που πήγαινε στης Αγνανταριάς το βράχο.

Η νύχτα ήτανε ξάστερη κι ένα ολόγιομο φεγγάρι φώτιζε τον τόπο γύρω, λες και ήτανε μέρα. Ο αέρας κατέβαινε θυμωμένος από το λόφο και, σαν τους αντάμωνε, πάγωνε τις μύτες και τα χνώτα τους. Το δάσος σκοτεινό, γεμάτο ίσκιους και παράξενες βοές έσκυβε χαμηλά, παλεύοντας ν' αγγίξει με τα κλαδιά του τα κεφάλια τους.

Ο Πιστός κάποια στιγμή γρύλισε δείχνοντας τα δόντια του και στάθηκε για λίγο στον τόπο.

- Τι έγινε, φίλε, του είπε γελώντας ο Φάνης. Δεν πιστεύω να φοβάσαι τους καλικάντζαρους και πιάνοντας τον από το λαιμό τον τράβηξε μαζί του.

Κόντευαν όμως να φτάσουν στην κορυφή της Αγνανταριάς, όταν ο Πιστός κάθισε κάτω στο χώμα ήσυχα και με τα μπροστινά του πόδια αγκάλιασε τη μουσούδα του.

- Τι είναι, τι έπαθες πάλι φοβητσιάρη μου; Του είπε το παιδί κι έσκυψε δίπλα του να το παρηγορήσει. Έλα, σήκω και φτάσαμε. Δυο βήματα είναι ακόμη ως το προσκυνητάρι. Τί έπαθες; Κουράστηκες;

Το σκυλί όμως δεν κουνήθηκε καθόλου από τη θέση του.

- Καλά, όπως θέλεις, του είπε τότε ο Φάνης. Μείνε εσύ εδώ. Εγώ θ' ανάψω το καντήλι κι έρχομαι.

Το παιδί προχώρησε για λίγο μόνο του και δεν άργησε να δει το προσκυνητάρι.. Εκεί ὀμως που το αγνάντεψε από μακριά, του φάνηκε πως κάποιος ήτανε εκεί. Παραξενεύτηκε, και σταμάτησε για να δει καλύτερα. Οι σκιές του δάσους που κρύβονταν και φανερώνονταν συνεχώς μπροστά του τον έκαναν για να πιστέψει πως κάποιο καινούριο παιχνίδι τού παίξανε, γι' αυτό και προχώρησε ξανά άφοβα. Η απόσταση όμως συνεχώς μίκραινε κι όλο και ξεχώριζαν καλύτερα τα μάτια του το μικρό προσκυνητάρι· ξεκαθάριζαν των δέντρων οι ίσκιοι που πέφτανε πάνω του, μα κι εκείνη η φιγούρα που έστεκε ανάμεσα τους καθάρια πια φανερώθηκε.

Ο Φάνης, αλαφροπατώντας, πλησίασε όσο πιο κοντά μπορούσε. Σε λίγο σιγουρεύτηκε πως δε γελάστηκε και πως πράγματι κάποιος ήτανε στο προσκυνητάρι του Αϊ-Γιώργη.

Αθόρυβα κρύφτηκε πίσω από ένα θάμνο και προσπαθούσε να διακρίνει ποιος ήτανε αυτός που προσεκτικά τακτοποιούσε το εικονοστάσι. Τον είδε να παίρνει το σβησμένο καντηλάκι στα χέρια του κι ευθύς μια φλόγα να ξεπετιέται κι ένα γλυκό φως να χύνεται τριγύρω. Άστραψε ο τόπος όλος κι ο Φάνης έμεινε βουβός να κοιτάζει εκείνη τη σκιά που, σαν έπεσε πάνω της το φως του καντηλιού, φανερώθηκε. Και είδε τότε, εκεί, μπροστά του, έναν Άγγελο ολόλαμπρο, με δυο λευκά φτερά, που θρόιζαν γλυκά σε κάθε του κίνηση, ν' αφήνει το αναμμένο καντήλι στη θέση του και ύστερα αργά να κλείνει το διάφανο πορτάκι.

- Σκέφτηκα, πως δε θα ερχότανε κανείς ν' ανάψει απόψε το καντήλι, τώρα που έφυγε η Θεια-Μηλιά, είπε ο Αγγελος, δίχως να γυρίσει την πλάτη του.

Ο Φάνης άκουσε καθαρά την φωνή. Τόσο καθαρά σαν να ήτανε δίπλα του, μα δεν κινήθηκε από τη θέση που ήταν κρυμμένος.

- Χαίρομαι όμως, που ήρθες εσύ, Φάνη, να το ανάψεις, είπε ο Αγγελος και φανερώνοντας αργά το πρόσωπο του, χαμογέλασε.

Ο Φάνης, καταλαβαίνοντας πως άσκοπα κρυβόταν, έκαμε δυο μικρά βήματα στο πλάι και βγήκε απ' την κρυψώνα του.

- Ποιος είσαι; τον ρώτησε ξέπνοα, σχεδόν ψιθυριστά με τρεμάμενη φωνή.

- Οι άνθρωποι τη Νύχτα των Χριστουγέννων στολίζουνε τη γη με χιλιάδες μικρά πολύχρωμα λαμπάκια, του απάντησε μιλώντας αργά και καθαρά. Μα αυτό το φως, το δικό σας φως, δεν φτάνει εκεί ψηλά στον ουρανό. Κανείς από μάς δεν το βλέπει. Κανείς μας δεν το χαίρεται. Κι έτσι για τα δικά μας μάτια αστόλιστος φαίνεται ο κόσμος μια τέτοια νύχτα.

- Αστόλιστος! Όπως και η στάνη μας, σκέφτηκε ο Φάνης, μα φοβισμένα τούτες τις λέξεις δε φανέρωσε.

Ο Αγγελος τον κοίταξε γλυκά βυθίζοντας το βλέμμα του στα μάτια του παιδιού.

- Και πώς πρέπει να στολίσουμε τον κόσμο, ρώτησε εκείνο ντροπαλά έχοντας στο νου του τ' αστόλιστο δικό του σπίτι.

- Με το Άγιο φως των καντηλιών, του απάντησε ο Άγγελος γελώντας. Αυτό το φως φτάνει σε μάς εκεί ψηλά. Διάφανο, λαμπερό στολίδι. Κι απόψε που είναι Χριστούγεννα κανένα καντηλάκι σε κανένα εικονοστάσι δε θα πρέπει να μένει σβηστό. Γι' αυτό κι εγώ, περνώ κι ανάβω τα καντήλια σε όσα εξωκλήσια ή προσκυνητάρια μένουν αυτή τη νύχτα σβηστά. Μα τώρα εδώ, δε θα ξανάρθω, αφού εσύ πια θα ανάβεις του Αϊ-Γιωργιού το καντηλάκι. Θα το πω και στη θεια Μηλιά να ησυχάσει, που είχε την έγνοια του!

Αννα Ιακώβου



ΑΝΝΑ ΙΑΚΩΒΟΥ

Η Άννα Ιακώβου γεννήθηκε στην Άρτα και έζησε εκεί τα πρώτα χρόνια της ζωής της. Σπούδασε πιάνο κι ανώτερα θεωρητικά στο Ελληνικό Ωδείο Αθηνών κι εργάστηκε για χρόνια ως καθηγήτρια μουσικής. Το 2002 έλαβε έπαινο από τον Κύκλο Παιδικού Βιβλίου για το βιβλίο της «Ο Ατρόμητος Αβέρωφ». Την ίδια χρονιά βραβεύτηκε η ποιητική της συλλογή «Με Φως Καλοκαιριού» από την Γυναικεία Λογοτεχνική Συντροφιά, ενώ τον επόμενο χρόνο, το 2003, στον ίδιο διαγωνισμό απέσπασε έπαινο για την ποιητική της συλλογή «Καρτέρια». Άλλα βιβλία της είναι «Ο Θησαυρός», «Ο Άϊ-Βασίλης και ο δάσκαλος» από τις εκδόσεις «Άθως», «Η Ταγαρού», «Ο Κανέλλος», «Αλέξανδρος ο Μέγας», «Η Μαργαρίτα των χελιδονιών».

Σας εύχομαι ολόθερμα

ΧΡΟΝΙΑ  ΠΟΛΛΑ!!  
ΧΑΡΟΥΜΕΝΑ  ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ!! 
ΥΓΕΙΑ ΚΙ ΕΥΤΥΧΙΑ!!