Πέμπτη 21 Ιουλίου 2011

ΚΥΡΑ ΤΗΣ ΡΩ







Η Ρω ή Ρώγη ή Ροπή, όπως την αναφέρουν διάφοροι χάρτες ή παλιά βιβλία, βρίσκεται 4 μίλια δυτικά από το Καστελλόριζο και σε απόσταση 12 μιλίων από τις τoυρκικές ακτές.
Είναι το πρώτο νησάκι που βλέπει ο επισκέπτης από το πλοίο λίγο πριν φτάσει στο νησί προερχόμενος από τη Ρόδο, με την ελληνική σημαία να ανεμίζει και το Κάστρο να δεσπόζει στη μέση και ψηλά, σαν μάρτυρας μιας μακράς Ιστορίας πολυκύμαντης αλλά όχι ξεχασμένης.

Όταν οι Τούρκοι κατέλαβαν το Καστελλόριζο, την ονόμασαν «Καρά αντά», από το μελανωπό χρώμα των βουνών της.Η ονομασία «Άι Γιώργης» δόθηκε από το μικρό εκκλησάκι με τη λιτή αιγαιοπελαγίτικη, μοναστηριακού ρυθμού, αρχιτεκτονική που μέχρι σήμερα σώζεται ιερό και αμόλυντο στο μικρό και πεταλοειδές λιμανάκι της Ρω.
Κοντά του υπάρχει μια μικρή αγροτική έκταση, που καλλιεργεί ο εκάστοτε διαμένων κτηνοτρόφος.
Η Pω ανήκει «κατά κυριότητα» στο Δήμο Μεγίστης, ο οποίος κάθε τέσσερα χρόνια την εκμισθώνει σε κτηνοτρόφο κάτοικο Καστελλορίζου με τη διαδικασία πλειοδοτικού διαγωνισμού.

Σ΄ αυτό το άγονο νησί, έζησε μια Ελληνίδα νησιώτισσα. Η Δέσποινα Αχλαδιώτη.
Έγινε γνωστή στο πανελλήνιο ως «κυρά της Ρω» γιατί επί 40 χρόνια (από το 1943 ως το θάνατό της) ύψωνε την ελληνική σημαία στην ακριτική νησίδα της Ρω κάθε πρωί και τη κατέβαζε με τη δύση του ήλιου, για να πει σ’ όλους, πως τούτος ο τόπος που πατούσε, απέναντι από τα τουρκικά παράλια, ήταν Ελλάδα.

Στη Ρω είχε εγκατασταθεί με τον άντρα της, Κώστα και την τυφλή μητέρα της από το 1924. Μετά το θάνατο και του άντρα της και της μητέρας της, η κυρα-Δέσποινα ή η «Κόρη της Ρω» όπως την έλεγαν στο νησί, κατόρθωσε μόνη της να κατοικήσει και να κρατήσει ελληνικό το νησάκι της, καλλιεργώντας και βόσκοντας εκεί τα λιγοστά ζώα της.Το σπουδαιότερο είναι πως συνεργάσθηκε με τον Ιερό Λόχο και με άλλους αντιστασιακούς.Στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, πήγε στο Καστελόριζο και εκεί έδρασε με τις αποστολές στρατευμάτων για τη Μέση Ανατολή, κρύβοντας και φυγαδεύοντας αξιωματικούς και στρατιώτες. Τότε, όλοι σχεδόν οι κάτοικοι του Καστελόριζου, είχαν φύγει για τα γύρω νησιά, την Κύπρο, την Αίγυπτο.

Όταν με διαταγή των Άγγλων εγκαταλείφθηκε ομαδικά το Καστελλόριζο, εκείνη παρέμεινε μόνη στη Ρω. Και με θάρρος και ψυχραιμία αντιμετώπισε όλους τους κινδύνους. Εξαιτίας αυτής της ηρωίδας, το μικρό αυτό νησί παρέμεινε ελληνικό, στο οποίο ύψωνε τη σημαία ή χαιρετούσε με αυτήν τα διερχόμενα πλοία. Κι εκείνα ανταπέδιδαν το χαιρετισμό με τα σφυρίγματα τους. Για τον ηρωισμό της έγραψε αρχικά ο Μιχάλης Χονδρός στα «Καστελλοριζιακά Νέα» το 1960.
Μετά τα γνωστά γεγονότα του 1974, όπου Τούρκοι τοποθετούσαν κρυφά τη σημαία τους, η γυναίκα και το νησάκι της έγιναν γνωστά παντού. Την τίμησε η Ακαδημία Αθηνών, το Πολεμικό Ναυτικό, η Βουλή των Ελλήνων, η Εθνική Τράπεζα, Δήμοι, Σύλλογοι και άλλοι φορείς.
Η ίδια η Δέσποινα Αχλαδιώτη, είχε ζητήσει να ταφεί μ΄αυτή τη σημαία:

"Τα ξερονήσια του Καστελόριζου και της Ρω τ’ αγαπώ.
 Έμεινα μόνη μου το 1943 στο Καστελόριζο με την τυφλή μου μάνα, όταν έφευγαν όλοι οι κάτοικοι του νησιού στη Μέση Ανατολή και στην Κύπρο.
 Με την Ελληνική σημαία υψωμένη και την αγάπη για την Ελλάδα βαθιά ριζωμένη μέσα μου πέρασα όλες τις κακουχίες…Βέβαια η ζωή στη Ρω δεν είναι και τόσο ευχάριστη, αλλά νιώθεις πιο πολύ την Ελλάδα, χαμένος όπως είσαι στο πέλαγος, λίγες εκατοντάδες μέτρα από τις τουρκικές ακτές.
 Την ελληνική σημαία θέλω να μου τη βάλουν μαζί μου στον τάφο."

Η «κυρά της Ρω» απεβίωσε σε ηλικία 94 ετών, σε νοσοκομείο της Ρόδου, στις 13 Μαΐου του 1982.
Στις 14 Μαΐου 1982, η Δέσποινα Αχλαδιώτη κηδεύτηκε με τιμές εθνικής ηρωίδας στο Καστελλόριζο και ετάφη κάτω από τον ιστό όπου ύψωνε τη σημαία.Το φέρετρό της ήταν σκεπασμένο με την ελληνική σημαία.Η μνήμη της, λειτουργεί σα γέφυρα που ενώνει την αρχαία Ελλάδα των αποίκων του 9ου-8ου αιώνα π.Χ., το Βυζάντιο, την παράδοση και τον πολιτισμό αλύτρωτων πατρίδων…
Σήμερα στο νησί υπάρχει ο τάφος της, τα δύο μικρά σπιτάκια όπου διέμενε και το εκκλησάκι του Αγίου Γεωργίου, όλα δίπλα στο λιμανάκι.



« Χριστέ μου δος μου δύναμη και Παναγιά μου αέρα
να πω τραγούδια μπιστικά για τη γλυκιά παντιέρα.
Σημαία μου Ελληνική, άσπρη και γαλανή μου,
όσα τραγούδια κι αν σας πω δεν πιάνεται η φωνή μου».

Λαϊκό τραγούδι Καστελλόριζου




Την είδα να σκίζει το σήμερα σαν ελπίδα να δίνει φως
Σαν να ‘ναι μες το πουθενά προορισμός
Σαν οδηγός, σαν αδελφή, σα μητέρα
Γέννηση νέου αστέρα κάνει τη νύχτα μέρα
Η κυρά της Ρω, στέκει εκεί ολοζώντανη όπως οι γυναίκες του οδοφράγματος, οι γυναίκες της Ηπείρου, η αέναος Μητέρα που εμπνέει τα παιδιά της. Σαν την Υπέρμαχο στρατηγό, την κόρη Αθηνά που έρχεται να εμφυσήσει το μήνυμα της Τιμής και της Αντίστασης ενάντια στους σχεδιασμούς αυτών που ανοίγουν την κερκόπορτα και θέλουν να φέρουν το σκοτάδι αντί να εξάγουν το φως όπως ορίζει η Φύση.

Και είδα στα πόδια μου να μπλέκονται φίδια
Να θέλουν να με θάψουν μεσ’ τη γή μου την ίδια
Να με κρατάνε δεμένο κι αναγκασμένο να ζήσω
Φυλακισμένος για πάντα στων λωτοφάγων τη νήσο
Και είδα μια κόρη με δόρυ κι ασπίδα
Θεία πνοή ήρθε ν’ αλλάξει στη ζωή μου σελίδα
Να με σηκώσει απ’ το χώμα και να με πάρει ψηλά
Εκείνη που έμαθε το Δαίδαλο να φτιάχνει φτερά.

Έρχεται η στιγμή για το μεγάλο “ΟΧΙ” με την Κυρά να δείχνει τον δρόμο και να ηγείται. Να ηγείται αυτών που Ξύπνησαν από τον λήθαργο. Αυτών που έπαψαν να είναι λωτοφάγοι και ορθώνουν ανάστημα για την δικαιοσύνη, για το σύνολο, για τον μοναδικό σκοπό ζωής. Απέναντι στους “ιδιώτες”, τους ιδιοτελείς που εκποίησαν συνανθρώπους και Γη για να γεμίσουν τους τραπεζικούς τους λογαριασμούς.



Η κυρά της ρω.

Να ΄ναι το χώμα σου αλαφρύ
στη Ρω που σε σκεπάζει,
να ΄ρχονται και οι αετοί,
συντρόφια σου το βράδυ.
Να σε κρατάνε συντροφιά,
να μην είσαι μονάχη,
στα μύρια σου "Μολών λαβέ"
να κάνουν παρακάθι.
&
Κυρά περήφανη της Ρω
και του νησιού αφέντρα,
σ΄εσένα τα παράσημα
και δεν χωρά κουβέντα.
&
Στρώμα σου να ΄χεις τα λευκά,
πάπλωμα τα γαλάζια,
αυτά που ύψωνες ψηλά
κι υπέστελλες τα βράδυα.
Σ΄εσένα όλη η τιμή,
σ΄εσένα η ευγνωμοσύνη,
να ΄ναι το χώμα σου αλαφρύ
κι αιώνια η μνήμη.
&
Κυρά περήφανη της Ρω
και του νησιού αφέντρα,
σ΄εσένα τα παράσημα
και δεν χωρά κουβέντα.




Και είπα, όλα γύρω βλέποντας:Νησί,
αβασίλευτη στο πέλαο δόξα,
ω ριζωμένο στο πολύβοο διάστημα
και στου Ομήρου το στίχο λουσμένο,
βυθισμένο στον ύμνο.
Άγγελος Σικελιανός




Δώδεκ' αδέρφια τα τρανά στεφάνια ελαιών,
Αιγαίου τόλμη έρωτα θανάτου και θεών,
στο περιδέραιο- ξέχωρο- πετράδι κάθε νήσος,
κάποια μεγίστη στέκεται αντίθετη στο μίσος.

του Μεγιστέα γέννημα "Μεγίστη" τιμημένη,
"Κισθήνη" Στράβωνος κυρά και πάντ’ αξιωμένη,
του Στέφανου Βυζάντιου η "Πολυίστωρ" στέκει,
το μαρτυράνε άλλωστε πολλά και καθ' "αστροπελέκι".

Κυρά της Ρω καλή κυρά- Δέσποιν' Αχλαδιώτη,
του πέλαγους προστάτιδα και όπως πάντα πρώτη,
κοίτα στο βράχ' απέναντι στο Κόκκινο Καστέλο,
ψηλά που είσαι καν' ευχή της κάκητας- να σπάσει το μαστέλο.

μια ομορφιά ξεχωριστή του σήμερα η όψη,
σημείο που τιμήθηκε με του σπαθιού την κόψη,
ορθός- σελίδα κόκκινη- βράχος- μεγάλου πάθους,
Καστελόριζο- βήμα- στων μύθων μας το βάθος.
 
ΦΑΙΔΩΝ ΑΛΚΙΝΟΟΣ


 
VIDEO

ΕΝΑ ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΗΝ ΚΥΡΑ ΤΗΣ ΡΩ ,ΤΟΥ ΦΡΕΝΤΥ ΓΕΡΜΑΝΟΥ ΑΠ ΤΗΝ ΕΚΠΟΜΠΗ " ΠΟΡΤΡΑΙΤΟ ΤΗΣ ΠΕΜΠΤΗΣ"- ΕΡΤ.



Ελαβα αρκετά στοιχεία από¨www.pare-dose.net

Πέμπτη 23 Ιουνίου 2011

ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ


Ἀνθολογία τῆς Οἰκονομίας

 
Ποιὸς εἶδε κράτος λιγοστὸ
σ᾿ ὅλη τὴ γῆ μοναδικό,
ἑκατὸ νὰ ἐξοδεύῃ
καὶ πενήντα νὰ μαζεύῃ;
Νὰ τρέφῃ ὅλους τοὺς ἀργούς,
νἄχῃ ἑπτὰ Πρωθυπουργούς,
ταμεῖο δίχως χρήματα
καὶ δόξης τόσα μνήματα;
Νἄχῃ κλητῆρες γιὰ φρουρὰ
καὶ νὰ σὲ κλέβουν φανερά,
κι ἐνῷ αὐτοὶ σὲ κλέβουνε
τὸν κλέφτη νὰ γυρεύουνε;
* * *
Κλέφτες φτωχοὶ καὶ ἄρχοντες μὲ ἅμαξες καὶ ἄτια,
κλέφτες χωρὶς μία πῆχυ γῆ καὶ κλέφτες μὲ παλάτια,
ὁ ἕνας κλέβει ὄρνιθες καὶ σκάφες γιὰ ψωμὶ
ὁ ἄλλος τὸ ἔθνος σύσσωμο γιὰ πλούτη καὶ τιμή.
* * *
Ὅλα σ᾿ αὐτὴ τὴ γῆ μασκαρευτῆκαν
ὀνείρατα, ἐλπίδες καὶ σκοποί,
οἱ μοῦρες μας μουτσοῦνες ἐγινῆκαν
δὲν ξέρομε τί λέγεται ντροπή.
* * *
Ὁ Ἕλληνας δυὸ δίκαια ἀσκεῖ πανελευθέρως,
συνέρχεσθαί τε καὶ οὐρεῖν εἰς ὅποιο θέλει μέρος.
* * *
Χαρὰ στοὺς χασομέρηδες! χαρὰ στοὺς ἀρλεκίνους!
σκλάβος ξανάσκυψε ὁ ρωμιὸς καὶ δασκαλοκρατιέται.
* * *
Γι᾿ αὐτὸ τὸ κράτος, ποὺ τιμᾶ τὰ ξέστρωτα γαϊδούρια,
σικτὶρ στὰ χρόνια τὰ παλιά, σικτὶρ καὶ στὰ καινούργια!
* * *
Καὶ τῶν σοφῶν οἱ λόγοι θαρρῶ πὼς εἶναι ψώρα,
πιστὸς εἰς ὅ,τι λέγει κανένας δὲν ἐφάνη...
αὐτὸς ὁ πλάνος κόσμος καὶ πάντοτε καὶ τώρα,
δὲν κάνει ὅ,τι λέγει, δὲν λέγει ὅ,τι κάνει.
* * *
Σουλούπι, μπόϊ, μικρομεσαῖο,
ὕφος τοῦ γόη, ψευτομοιραῖο.
Λίγο κατσούφης, λίγο γκρινιάρης,
λίγο μαγκούφης, λίγο μουρντάρης.
Σπαθὶ ἀντίληψη, μυαλὸ ξεφτέρι,
κάτι μισόμαθε κι ὅλα τὰ ξέρει.
Κι ἀπὸ προσπάππου κι ἀπὸ παπποῦ
συγχρόνως μποῦφος καὶ ἀλεποῦ.
* * *
Καὶ ψωμοτύρι καὶ γιὰ καφὲ
τὸ «δὲ βαρυέσαι» κι «ὢχ ἀδερφέ».
Ὡσὰν πολίτης, σκυφτὸς ραγιᾶς
σὰν πιάσει πόστο: δερβεναγᾶς.
Θέλει ἀκόμα -κι αὐτὸ εἶναι ὡραῖο-
νὰ παριστάνει τὸν εὐρωπαῖο.
Στὰ δυὸ φορώντας τὰ πόδια πού ῾χει
στό ῾να λουστρίνι, στ᾿ ἄλλο τσαρούχι.
* * * Δυστυχία σου Ἑλλάς, μὲ τὰ τέκνα ποὺ γεννᾶς.
Ὦ Ελλάς, ἡρώων χώρα, τί γαϊδάρους βγάζεις τώρα;
                                                                                  
                                                                        Γεώργιος Σουρής


Ἀρχηγοί

Τοῦ Διογένη πιάσετε ἀμέσως τὸ φανάρι,
κι᾿ ἐλᾶτε νὰ γυρέψουμε κανέναν ἀρχηγό·
ἀλλὰ καθένας μας, θαρρῶ, εἶν᾿ ἄξιος νὰ πάρῃ
τὴν ἀρχηγίαν κόμματος, ἀκόμη δὰ κι᾿ ἐγώ.
Γιὰ τὰ πρωτεῖα ξεψυχᾷ κάθε Ρῳμιὸς λεβέντης,
μόνον αὐτὸς πρωθυπουργός, μόνον αὐτὸς ἀφέντης.
Τί ἀρχηγῶν κατακλυσμός! ... κι᾿ οἱ ἕλληνες ἐκεῖνοι,
ποὺ τὸν καφφέ των βερεσὲ εἰς τὰ Χαυτεῖα πίνουν,
ἂν ἀρχηγίαν ἔξαφνα κανένας τοὺς προτείνῃ,
δὲν θὰ διστάσουν βέβαια καὶ Ἀρχηγοὶ νὰ γίνουν.


Κι᾿ αὐτὸς ὁ ἕσχατος Ρωμηὸς γιὰ ὅλα κάτι ξέρει,
ἕλληνος τράχηλος ποτὲ ζυγὸν δὲν ὑποφέρει.
Ἰδοὺ νταῆς φουστανελλᾶς μὲ φέσι καὶ σελάχι!
ποιὸς ξέρει ἂν Πρωθυπουργὸς δὲν γίνῃ καμμιὰ ᾿μέρα;
ποιὸς ξέρει πόσα σχέδια καὶ ἀπαιτήσεις θἄχη,
καὶ ἂν τὴν διπλωματικὴ δὲν συνταράξῃ σφαῖρα;
Ὤ! ναί! ποτὲ τὸν ἕλληνα μὴ θεωρῆτε πτῶμα...
᾿ς ὅλους θὰ ἔλθη ἡ σειρὰ νὰ κυβερνήσουν κόμμα.
Μᾶς λείπει ἕνας ἀρχηγός;... πενῆντα ξεφυτρόνουν,
τὸ ἕνα κόμμα χάνεται;... θὰ ἔβγουν ἄλλα δέκα·
ὅλοι γιὰ τὸ ἀξίωμα τοῦ ἀρχηγοῦ μαλλόνουν,
κι᾿ ἴσως ἀργότερα μᾶς βγῇ ᾿ς τὴ μέση καὶ γυναῖκα.

Ἀλλὰ κι᾿ ἐγὼ ὁ ἀφανὴς τῶν Ἀθηνῶν πολίτης
ἐλπίζω πὼς καμμιὰ φορὰ θὰ γίνω Κυβερνήτης.
Ἐμπρός! μὲ πόζα ἀρχηγοῦ καθένας ἂς προβάλλη,
ἀπ᾿ ὅλους ἂς κυβερνηθῆ ἡ προσφιλὴς Ἑλλάς·
ἂς γίνῃ ὁ Ἡμέτερος, ἂς γίνουν ὅμως κι᾿ ἄλλοι,
ἂς γίνῃ κι ὁ Κατσικαπῆς κι᾿ αὐτὸς ὁ Μπουλελᾶς.


Ἂς πλημμυρίσῃ μ᾿ ἀρχηγοὺς τὸ ἔθνος πέρα πέρα,
ἂς μᾶς σηκώσῃ ἔξαφνα καὶ ἡ Ροζοῦ παντιέρα.
Μονάχα ἕνας βασιλεὺς μὴ μένη ᾿ς τὸ Παλάτι,
πενῆντα δυὸ τουλάχιστον ἂς ἦνε βασιλεῖς,
ὅλοι ἂς ἔβγουν κύριοι ᾿ς τῶν ἄλλων τὸ γεινάτι,
κι᾿ ὀγδόντα πέντε Πρόεδροι ἂς γίνουν τῆς Βουλῆς.
Ὅλοι τρανοὶ πολιτικοί, κανένας ἰδιώτης,
ὅλοι ποζάτοι στρατηγοί, κανένας στρατιώτης.





Βιογραφικό

     Γεννήθηκε τη 1η Φλεβάρη 1853 στην Ερμούπολη Σύρου. Τις γυμνασιακές σπουδές του τις τέλειωσε στην Αθήνα. Προοριζόμενος για τον ιερατικό κλάδο αναγκάστηκε να ξενιτευτεί, στα 17 του στο Ταϊγάνι της Ρωσίας, κοντά σ' ένα θείο του σιταρέμπορα για να εντρυφήσει στα μυστικά του ...εμπορίου. Όμως (ευτυχώς) αποδείχτηκεν ακατάλληλος μέσα στο δίμηνο κι επέστρεψεν άρον-άρον στη πρωτεύουσα, που εργάστηκε σαν αντιγραφέας συμβολαίων. Πήρε μέρος και σ' ερασιτεχνικές παραστάσεις, ενώ παράλληλα φοιτούσε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου.

     Συνεργάστηκε με ποικίλα πεζά κι έμμετρα, στα τότε περιοδικά της εποχής: ΡΑΜΠΑΓΑ, ΑΣΜΟΔΑΙΟ, ΑΣΤΥ & ΜΗ ΧΑΝΕΣΑΙ. Το 1883 εξέδωσε δική του σατιρική εφημερίδα, τον ΡΩΜΗΟ, που όμως τον σταμάτησε για ένα χρόνο, για να δώσει πτυχιακές εξετάσεις. Η απόρριψη του (επίσης ευτυχώς) απ' αυτές τον έκαμε να εγκαταλείψει οριστικά κάθε βλέψη για πτυχίο και ν' αφοσιωθεί ολοκληρωτικά στη σάτιρα. Ξανάβγαλε τον "ΡΩΜΗΟ" στις 2 Απρίλη 1883 και τον κυκλοφορούσε τακτικά μέχρι λίγο πριν τον θάνατό του, ως τις 17 Νοέμβρη 1918 -36 χρόνια κι 8 μήνες-, και για 1444 συνολικά τεύχη. Έγραψεν επίσης κι εύθυμα μονόπρακτα, που γνώρισαν μεγάλην επιτυχία.

     Το 1873 γνώρισε τη Μαρία Κωνσταντινίδου -από τη Πόλη-, την ερωτεύτηκε και παρά τις αντίξοες -αρχικά- συνθήκες τη παντρεύτηκε το 1881. Ζήσανε μια θαυμάσια οικογενειακή κι ευτυχισμένη ζωή, αποκτήσανε 5 παιδιά, πράγμα που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί, -κι όχι άδικα- ιδεώδες. Τύπος δειλός, μελαγχολικός, αφηρημένος, μετριόφρων, μύωψ, αλλά ευφυέστατος και λογιώτατος, άφησε πίσω του πολλά και θαυμάσια "ανέκδοτα". Παροιμιώδεις ήτανε οι καλλιτεχνικές του συγκεντρώσεις, στο σπίτι του, της Οδού Πινακωτών 15 (σημερινή Χαριλάου Τρικούπη) και πολλάκις οι εφημερίδες της τότε εποχής, κάμανε στην άκρη σημαντικά γεγονότα, για να αφιερώσουνε πεντάστηλα, καλύπτοντας τέτοια... δρώμενα.

     Συμπαθέστατος κι εκτιμώμενος απ' όλους προτάθηκε το 1908, για το βραβείο Νόμπελ, με τη πρόθυμη πρωτοβουλία και της Βουλής. Το 1911 τιμήθηκε με τον Χρυσούν Σταυρό Του Σωτήρος. Πέθανε στις 26 Αυγούστου 1919, σ' ηλικία 66 ετών και κηδεύτηκε δημοσία δαπάνη με τιμές στρατηγού παρακαλώ. Η Πολιτεία τονε βράβευσε μετά θάνατον και με τον Ταξιάρχη Του Σωτήρος. Στον τάφο του στο Α' Νεκροταφείο Αθηνών, στήθηκε προτομή του, έργο του γλύπτη Ν. Γεωργαντή κι άλλη μια στήθηκε στην είσοδο του Ζαππείου, έργο του γλύπτη Γ. Δημητριάδη.



Κυριακή 1 Μαΐου 2011

ΕΛΛΑΔΑ ΧΩΡΑ ΤΟΥ ΦΩΤΟΣ





 Στης χώρας μου τα περβόλια, ευωδιάζουν Λαμπρή
τα μεσοφόρια της άνοιξης, καθώς ανηφορίζει ο Απρίλης.
Με το γαρούφαλλο του ήλιου ανθισμένο,
πουρνό-πουρνό κινάει δραγάτης-ποιητής,
να προλάβει, πριν αυγατίσουν κι άλλο οι αξίες.
Το Δελφικό φως ακρίβυνε στις μέρες μας,
χαθήκαν τα Ιδανικά. Οι Θερμοπύλες στέρεψαν,
δεν πηγάζουν, πια, "Μολών λαβέ" και "Όχι".




 Μα κάποιοι εδώ, βαπτισμένοι στο λόγο του Μακρυγιάννη,
έχουμε, ακόμα, λόγους να παλεύουμε αντρίκια,
για την πιόμορφη Γλώσσα, το Μέτρο, το Ρυθμό
Την Παναγιά 'χουμε μπροστάρη κι οδηγό,
'τί είναι βαρύ το τίμημα Έλληνας να λογιέσαι !
Ασήκωτες υδρίες οι Τέχνες των προγόνων μου,
αστείρευτες πηγές η Γνώση κι η Σοφία,
κρυμμένοι, στο βυθό του νου μας, αμφορείς.
Στην αγκαλιά της θάλασσας, σε κύματ' αφρισμένα,
κοιμάται η πατρίδα μου, χιλιάδες χρόνια τώρα.




 Πού να χωρέσ' η ομορφιά στα πέλαγα της σκέψης ;
Η μάνα-γη στα λούλουδα, το έαρ μες τα κρίνα,
ξωκλήσια ταπεινά, κάστρα ψηλά, Βυζαντινά
Μούσα πολύτροπη-ζωή, μέθυσα ευτυχία !
Μες την ατέρμονη του χρόνου τροχαλία,
για όλου του κόσμου το Πνεύμα και το "Αύριο",
έχω καθήκον ιερό να σύρω πρώτος το χορό,
σαν το Χριστό ν' αναστηθώ, Ζορμπάς να ξαναγίνω !


Νίκος Μπατσικανής



Βιογραφικό : Γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Πελασγία Φθιώτιδας. Έκανε καριέρα στην Πολεμική Αεροπορία, απ' όπου αποστρατεύτηκε ανώτερος αξιωματικός. 

Έχει εκδώσει τις ποιητικές συλλογές : "Σημάδια", "Εξ ουρανού", "Νόστιμον Ήμαρ", Αγρυπνία  και τη σειρά διηγημάτων "Στον Παράδεισο".
Είναι μελετητής της Νεοελληνικής γλώσσας, με επικρότηση της Ακαδημίας Αθηνών. Επίσης, είναι επίτιμος Πρόεδρος του Λογοτεχνικού Ομίλου "Ξάστερον" και υπεύθυνος Δημοσίων Σχέσεων του περιοδικού "Κελαινώ".
Υπήρξε αφηγητής σε αφιέρωμα για τα 80χρονα του τραγουδιστή της Ρωμιοσύνης Γρηγόρη Μπιθικώτση κι αντίστοιχο για τη μεγάλη Ντίβα της Όπερας Μαρία Κάλλας, με κείμενό του. Επίσης, ήταν ο κύριος ομιλητής, σε όλη τη χώρα, της Ολυμπιάδας Γραμμάτων "Εν Αθήναις 2004".

Έχει τιμηθεί με Α΄ Βραβείο Πανελλήνιου και Α΄ Βραβείο Παγκόσμιου Διαγωνισμού Ποίησης. Επίσης, με Βραβείο της Ουνέσκο και Διηγήματος της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών. Αρθρογραφεί σε πολλά περιοδικά κι εφημερίδες με Δοκίμια, 'Aρθρα και Μελέτες.

Δευτέρα 28 Μαρτίου 2011

Τη γλώσσα μου έδωσαν ελληνική



Τη γλώσσα μου έδωσαν ελληνική.
το σπίτι φτωχικό στις αμμουδιές του Ομήρου...
Μονάχη έγνοια η γλώσσα μου στις αμμουδιές του Ομήρου...
Εκεί σπάροι και πέρκες
ανεμόδαρτα ρήματα
ρεύματα πράσινα μες στα γαλάζια
όσα είδα στα σπλάχνα μου ν' ανάβουνε
σφουγγάρια, μέδουσες
με τα πρώτα λόγια των Σειρήνων
όστρακα ρόδινα με τα πρώτα μαύρα ρίγη...
Μονάχη έγνοια η γλώσσα μου, με τα πρώτα μαύρα ρίγη...




Εκεί ρόδια, κυδώνια
θεοί μελαχροινοί, θείοι κ' εξάδελφοι
το λάδι αδειάζοντας μες στα πελώρια κιούπια.
Και πνοές από τη ρεμματιά ευωδιάζοντας
λυγαριά και σχίνο
σπάρτο και πιπερόριζα
με τα πρώτα πιπίσματα των σπίνων
ψαλμωδίες γλυκές με τα πρώτα-πρώτα Δόξα Σοι...
Μονάχη έγνοια η γλώσσα μου, με τα πρώτα-πρώτα Δόξα Σοι!..
Εκεί δάφνες και βάγια
θυμιατό και λιβάνισμα
τις πάλες ευλογώντας και τα καριοφίλια
στο χώμα το στρωμένο με τ' αμπελομάντιλα ,
κνίσες, τσουγκρίσματα
και Χριστος Ανέστη
με τα πρώτα σμπάρα των Ελλήνων!
Αγάπες μυστικές με τα πρώτα λόγια του Ύμνου...
Μονάχη έγνοια η γλώσσα μου, με τα πρώτα λόγια του "Υμνου !..


Οδυσσέας Ελύτης


Παρασκευή 25 Μαρτίου 2011

Εις την Πατρίδα




Πατρίδα σαν τον ήλιο σου ήλιος αλλού δεν λάμπει.
Πώς εις το φως του λαχταρούν η θάλασσα κι οι κάμποι
πως λουλουδίζουν τα βουνά, τα δασ' οι λαγκαδιές,
στέρνοντάς του θυμίαμα μυριάδες μυρωδιές!
Αφρολογούν οι ρεματιές και λαχταρίζ' η λίμνη,
χίλιες πουλιών λαλιές ηχούν, της ομορφιάς του ύμνοι.
Σ άπειρ' αστράφτουν χρώματα παντού λογής λογής
τ' αγέρος τα πετούμενα, τα σερπετά της γης.
Κι, αυτός σηκώνει τ' αλαφρό της καταχνιάς μαγνάδι
κι' η κάθε στάλ' από δροσιά γυαλίζει σαν πετράδι,
η κάθε αχτίδα του σκορπά με την αναλαμπή
χαρά, ζωή και δύναμη κι' ελπίδα όπου κι' αν μπει.




Φαντάζεις σαν τον ήλιο σου κι' εσύ καλή πατρίδα,
και μάγια σαν τα μάγια σου στον κόσμο αλλού δεν είδα.
Η γη σου είναι παράδεισο, κι αιώνια γαλανός
γύρω σου καθρεφτίζεται στο πέλαγ' ο ουρανός.
και οι νύχτες σου με τ' άσπρα τους, με τη γαλάζια πάστρα,
με τ' αηδονολαλήματα, τρεμάμενα σαν τ' άστρα,
με το φεγγάρι που περνά, σαν όνειρο ευτυχιάς,
στη μέση της απέραντης ουράνιας ησυχιάς,
οι νύχτες σου δροσοβολούν χιλιόπλαστα λουλούδια
και στων παιδιών σου τες καρδιές αμάραντα τραγούδια,
σταλάζουν εις τα σπλάχνα τους θεράπειο λησμονιάς,
ελευτεριάς αγαλλίαση και μίσος τυραννιάς.




Μάγεμα ασημοϋφαντο, φως μαργαριταρένιο
λυώνομαι σ' ένα χάραμα ξανθό, μαλαματένιο.
Γιομάτος μόσχους και δροσιές ο Ζέφυρος τερπνά
μέσ' απ' αγάπης φαντασιές τα πλάσματα ξυπνά.
κι' ανάμεσα στα χρώματ' από χίλια ουράνια τόξα,
προβαίνει πάλ' ο ήλιος εις όλη του τη δόξα
και σαν του μεγαλείου σου σύμβολο φωτεινό,
ως στο χρυσό βασίλεμα λάμπει στον ουρανό.
Ελλάς, το μεγαλείο σου βασίλεμα δεν έχει
και δίχως γνέφια τους καιρούς η δόξα σου διατρέχει,
όσες φορές ο ήλιος σου να σε φωτίσει ερθεί,
θε να σ' ευρεί, πεντάμορφη, στεφανωμένη, ορθή.

Λορέντζος Μαβίλης

 
Βιογραφικά
1860 : Ο Λορέντζος Μαβίλης γεννήθηκε στην Ιθάκη και είχε Ισπανική καταγωγή. Ο παππούς του, εκ πατρός, ήταν πρόξενος της Ισπανίας στην Κέρκυρα, ό,που η οικογένειά του είχε εγκατασταθεί. Στην Κέρκυρα πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του. Ήταν μεγαλόσωμος, ξανθός με γαλανά μάτια.
1880 : Πήγε στην Γερμανία για να σπουδάσει φιλολογία και φιλοσοφία. Οι σπουδές συνεχίστηκαν επί δεκατέσσερα χρόνια και επηρεάστηκε από τις θεωρίες του Νίτσε (έχει γράψει και σονέτο με τίτλο "Υπεράνθρωπος"), την "Κριτική του Καθαρού Λόγου" του ορθολογικού Ιμμάνουελ Καντ, και από την "Βουλησιαρχία" του απαισιόδοξου Αρθούρου Σοπενχάουερ. Ασχολήθηκε με τα σανσκριτικά φιλοσοφικά κείμενα και μετέφρασε αποσπάσματα από το ινδικό έπος Μαχαμπχαράτα. Κατά την παραμονή του στη Γερμανία, ασχολήθηκε με την σύνθεση λυρικών ποιημάτων (κύρια σονέτων), και σκακιστικών προβλημάτων που δημοσιεύτηκαν σε γερμανικά έντυπα.
1887 : συμμετείχε ως Lorenzo Mabillis στο σκακιστικό τουρνουά της Φραγκφούρτης.
1889 : συμμετείχε ως Sillibam στο σκακιστικό τουρνουά της πρωτεύουσας της νότιας Σιλεσίας Βρότσλαβ (Breslau).
1896 : Ο Μαβίλης συμμετείχε στην επανάσταση της Κρήτης, πολεμώντας μαζί με τους αντάρτες στα κρητικά βουνά.
1897 : Κατά τον ελληνοτουρκικό πόλεμο, ο Μαβίλης συγκέντρωσε εβδομήντα Κερκυραίους εθελοντές και πήγαν να πολεμήσουν στην Ήπειρο, όπου και τραυματίστηκε στο χέρι. Τα έξοδα της εκστρατείας των εθελοντών αυτών τα κάλυπτε ο ίδιος.
1909 : Γίνεται ο ενθουσιώδης κήρυκας του ξεσηκωμού.
1910 : Εκλέγεται βουλευτής Κερκύρας.
1911 : Υπερασπίζοντας τη δημοτική γλώσσα σαν αντιπρόσωπος της Κέρκυρας μέσα στην Ελληνική Βουλή είπε, απευθυνόμενος στους καθαρευουσιάνους: Χυδαία γλώσσα δεν υπάρχει. Υπάρχουσι χυδαίοι άνθρωποι, και υπάρχουσι πολλοί χυδαίοι άνθρωποι ομιλούντες την καθαρεύουσαν. ("Εφημερίς των συζητήσεων της Βουλής", Β' Αναθεωρητική Βουλή, 1911, σελ. 689, συνεδρίασις 36).
28 Νοεμβρίου 1912 : Επικεφαλής του λόχου του των εθελοντών, σκοτώθηκε στη Μάχη του Δρίσκου κοντά στα Ιωάννινα, κατά τον Πρώτο Βαλκανικό πόλεμο.

(Στοιχεία απο Βικιπαιδεία)

Πέμπτη 24 Μαρτίου 2011

ΘΟΥΡΙΟΣ ΤΟΥ ΡΗΓΑ



Ως πότε παλικάρια, να ζούμε στα στενά,
μονάχοι σα λεοντάρια, σταις ράχαις στα βουνά;
Σπηλιαίς να κατοικούμε, να βλέπωμεν κλαδιά,
να φεύγωμ' απ' τον κόσμον, για την πικρή σκλαβιά;

Να χάνωμεν αδέλφια, πατρίδα και γονείς,
τους φίλους, τα παιδιά μας, κι όλους τους συγγενείς;
Καλλιώναι μίας ώρας ελεύθερη ζωή,
παρά σαράντα χρόνοι, σκλαβιά και φυλακή.
Τι σ' ωφελεί αν ζήσεις, και είσαι στη σκλαβιά;
στοχάσου πως σε ψαίνουν, καθ' ώραν στην φωτιά.

Βεζύρης, δραγουμάνος, αφέντης κι αν σταθής
ο τύραννος αδίκως σε κάμνει να χαθής.
Δουλεύεις όλ' ημέρα, σε ό,τι κι αν σε πη,
κι' αυτός πασχίζει πάλιν, το αίμα σου να πιη.




Ο Σούτζος, κι' ο Μουρούζης, Πετράκης, Σκαναβής
Γκίκας και Μαυρογένης, καθρέπτης, ειν' να ιδής.
Ανδρείοι καπετάνοι, παπάδες, λαϊκοί,
σκοτώθηκαν κι' αγάδες, με άδικον σπαθί.
Κι' αμέτρητ' άλλοι τόσοι, και Τούρκοι και Ρωμιοί,
ζωήν και πλούτον χάνουν, χωρίς καμμιά 'φορμή.

Ελάτε μ' έναν ζήλον, σε τούτον τον καιρόν,
να κάμωμεν τον όρκον, επάνω στον σταυρόν.
Συμβούλους προκομμένους, με πατριωτισμόν
να βάλωμεν εις όλα, να δίδουν ορισμόν.
Οι νόμοι ναν' ο πρώτος, και μόνος οδηγός,
και της πατρίδος ένας, να γένη αρχηγός.

Γιατί κ' η αναρχία, ομοιάζει την σκλαβιά,
να ζούμε σαν θηρία, είν' πλιο σκληρή φωτιά.
Και τότε με τα χέρια, ψηλά στον ουρανόν
ας πούμ' απ' την καρδιά μας, ετούτα στον Θεόν.
Εδώ σηκώνονται οι πατριώται ορθοί,
και υψώνοντες τας χείρας προς τον ουρανόν,
κάμνουν τον όρκον.




Όρκος κατά της τυραννίας και της αναρχίας.
Ω βασιλεύ του κόσμου, ορκίζομαι σε σε,
στην γνώμην των τυράννων, να μην έλθω ποτέ.
Μήτε να τους δουλεύσω, μήτε να πλανηθώ,
εις τα ταξίματά τους, για να παραδοθώ.

Εν όσω ζω στον κόσμον, ο μόνος μου σκοπός,
για να τους αφανίσω, θε νάναι σταθερός.
Πιστός εις την πατρίδα, συντρίβω τον ζυγόν,
αχώριστος για ναμαι, υπό τον στρατηγόν.
Κι αν παραβώ τον όρκον, ν' αστράψ' ο ουρανός,
και να με κατακάψη, να γένω σαν καπνός.


Ρήγας Βελενστινλής


Πρόδρομος και πρωτεργάτης του Νεοελληνικού Διαφωτισμού, ο Αντώνιος Κυριαζής ή Κυρίτζης -όπως ήταν το πραγματικό όνομά του- γεννήθηκε το 1757 στο Βελεστίνο της Μαγνησίας. Ο ίδιος προτίμησε να χρησιμοποιεί ως επώνυμο αυτό της γενέτειράς του, ενώ οι έλληνες διανοούμενοι που ζούσαν στην εξορία τον αποκαλούσαν Φεραίο, επειδή στην αρχαιότητα η πόλη του ονομαζόταν Φεραί.

Ο νεαρός Ρήγας εγκατέλειψε το Βελεστίνο πολύ νωρίς, αφού πρώτα πήρε την βασική του μόρφωση. Το 1785 πήγε στην Κωνσταντινούπολη, όπου συνέχισε τις σπουδές του κι εντάχθηκε στο περιβάλλον των Φαναριωτών, ενώ το 1788 εγκαταστάθηκε στη Βλαχία ως διοικητικός υπάλληλος.
Στα χρόνια που ακολούθησαν διακρίθηκε ως λόγιος και συγγραφέας. Το 1790 και το 1796 ταξίδεψε στη Βιέννη για να τυπώσει τα βιβλία του, μεταξύ αυτών το «Σχολείο των ντελικάτων εραστών», το «Φυσικής Απάνθισμα», ο «Ηθικός Τρίποδας» και ο «Ανάχαρσις».

Ως κορυφαίο έργο του, πάντως, θεωρείται η «Νέα Πολιτική Διοίκησις των κατοίκων της Ρούμελης, της Μικράς Ασίας, των Μεσογείων Νήσων και της Βλαχομπογδανίας» που περιείχε:
- τον Θούριο, γνωστό επαναστατικό άσμα
- μια επαναστατική προκήρυξη
- τη διακήρυξη των δικαιωμάτων του ανθρώπου,σύμφωνα με τα πρότυπα των Γάλλων  Διαφωτιστών
- το Σύνταγμα του Ρήγα

Το πολιτικό όραμα του Ρήγα συνίστατο στη δημιουργία μιας πολυεθνικής βαλκανικής επικράτειας που θα ήταν απαλλαγμένη από τις αγκυλώσεις της οθωμανικής πολιτικής και στην οποία οι Έλληνες θα είχαν κυρίαρχη θέση. Για την πραγματοποίηση αυτού του στόχου προσπάθησε να εξεγείρει όλους τους υπόδουλους στους Οθωμανούς λαούς της Βαλκανικής εναντίον του κοινού τυράννου.

Επεδίωξε, μάλιστα, να συναντήσει τον Μεγάλο Ναπολέοντα για να ζητήσει τη βοήθειά του. Συνελήφθη, όμως, στις 19 Δεκεμβρίου του 1797 από τους Αυστριακούς στην Τεργέστη και παραδόθηκε στους Τούρκους, οι οποίοι τον σκότωσαν δια στραγγαλισμού στις 12 Ιουνίου του 1798 στο Βελιγράδι.

Πέμπτη 20 Ιανουαρίου 2011

Λευκός Πύργος



Ο Λευκός Πύργος, το μνημείο-σύμβολο της Θεσσαλονίκης, που σήμερα υψώνεται μοναχικός στην παραλία της πόλης, στο παρελθόν αποτελούσε το νοτιοανατολικό πύργο της οχύρωσής της. Σύμφωνα με περιγραφές περιηγητών και παλαιές απεικονίσεις της πόλης, το θαλάσσιο τμήμα του τείχους, που κατεδαφίστηκε το 1867, είχε τρεις πύργους, από τους οποίους ο ανατολικός ήταν ο Λευκός Πύργος, κτισμένος ακριβώς στο σημείο όπου συναντιόταν το ανατολικό με το θαλάσσιο τείχος.

Η ακριβής χρονολόγησή του δεν είναι γνωστή, αλλά είναι σχεδόν βέβαιο ότι κτίσθηκε στα τέλη του 15ου αι., μετά την κατάκτηση της Θεσσαλονίκης από τους Τούρκους, και αντικατέστησε έναν παλαιότερο βυζαντινό πύργο, ο οποίος αναφέρεται από το μητροπολίτη Θεσσαλονίκης Ευστάθιο, στην περιγραφή της πολιορκίας της πόλης από της Νορμανδούς το 1185. Στη μακρά ιστορία του, ο πύργος έχει αλλάξει κατά καιρούς ονόματα και χρήσεις. Τον 18ο αιώνα αναφέρεται ως ''Φρούριο της Καλαμαριάς'', ενώ το 19ο αιώνα ως ''Πύργος των Γενιτσάρων'' και ''Πύργος του Αίματος''.

Τα δύο τελευταία ονόματα οφείλονται στο γεγονός ότι ήταν φυλακή βαρυποινιτών και η όψη του βαφόταν με αίμα από τις συχνές εκτελέσεις των φυλακισμένων από τους Γενίτσαρους. Το 1890 ένας κατάδικος για να αποκτήσει την ελευθερία του άσπρισε με ασβέστη τον πύργο και από τότε έμεινε η σημερινή ονομασία του, ''Λευκός Πύργος''. Μετά την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης, το 1912, ο πύργος περιήλθε στο ελληνικό δημόσιο και είχε κατά καιρούς διάφορες χρήσεις.

Στη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου στέγαζε το κέντρο διαβιβάσεων των Συμμάχων, ενώ το 1916 ένας του όροφος χρησιμοποιήθηκε για τη φύλαξη αρχαιοτήτων που προέρχονταν από τις αρχαιολογικές δραστηριότητες των βρετανικών δυνάμεων στη ζώνη ευθύνης τους.
Ακόμη χρησιμοποιήθηκε για την αεράμυνα της πόλης και ως Εργαστήριο Μετεωρολογίας του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Οι τελευταίοι που στεγάσθηκαν στον πύργο πριν από την αναστήλωσή του ήταν οι Ναυτοπρόσκοποι. Στην αρχή του 20ού αιώνα στο χώρο γύρω από τον πύργο λειτουργούσε το περίφημο καφενείο και το ''Θέατρο του Λευκού Πύργου'', που κατεδαφίστηκαν το 1954, με σκοπό την επέκταση του πάρκου.

Ο πύργος είναι κυλινδρικός με ύψος 33,90 μ. και διάμετρο 22,70 μ. Έχει ισόγειο και έξι ορόφους, που επικοινωνούν με εσωτερικό κλιμακοστάσιο μήκους 120 μ., το οποίο ελίσσεται κοχλιωτά σε επαφή με τον εξωτερικό τοίχο, αφήνοντας στο κέντρο έναν κυκλικό πυρήνα διαμέτρου 8,50 μ. Έτσι, σε κάθε όροφο σχηματίζεται μια κεντρική κυκλική αίθουσα, με την οποία επικοινωνούν μικρότερα τετράπλευρα δωμάτια, ανοιγμένα στο πάχος του εξωτερικού τοίχου.

Ο τελευταίος όροφος έχει μόνο την κεντρική αίθουσα και έξω από αυτήν δημιουργείται δώμα, που προσφέρει εξαιρετική θέα του γύρω τοπίου της πόλης και της θάλασσας. Όπως δείχνουν οι ιστορικές μαρτυρίες, αλλά και η εσωτερική διαρρύθμιση των χώρων, η ύπαρξη τζακιών, καπναγωγών και μικρών αφοδευτηρίων με αποχετευτικό σύστημα, ο πύργος δεν είχε μόνο αμυντική χρήση, αλλά ήταν και στρατιωτικό κατάλυμα.

Μέχρι τις αρχές του 20ού αιώνα ο πύργος περιβαλλόταν από χαμηλό οκταγωνικό περίβολο, ενισχυμένο με οκταγωνικούς πυργίσκους στις τρεις γωνίες του. Στο εσωτερικό του υπήρχαν ένα δερβισικό ησυχαστήριο, πυριτιδαποθήκες και δεξαμενή νερού, ενώ επάνω στην είσοδό του σωζόταν τουρκική επιγραφή που ανέφερε ότι ο πύργος του Λέοντος έγινε το 1535-1536, χρονολογία που πιθανώς αναφέρεται στην κατασκευή του περιβόλου.
ΞΕΝΑΓΗΣΗ

Μια πολύπαθη Ιστορία κουβαλάει στους πέτρινους τοίχους του το κατ΄ εξοχήν σύμβολο της Θεσσαλονίκης. Ο επιβλητικός Λευκός Πύργος υψώνεται 34 μ. από την επιφάνεια της θάλασσας του Θερμαϊκού Κόλπου, καθηλώνοντας το βλέμμα των επισκεπτών. Ο επισκέπτης περνώντας την καμπυλωτή πέτρινη είσοδο με τη σιδερένια πόρτα, αμέσως γυρίζει πίσω στον χρόνο

Το νήμα του μακραίωνου παρελθόντος της Θεσσαλονίκης, από την ίδρυσή της μέχρι τους νεώτερους χρόνους, ξετυλίγεται στο ισόγειο και τους έξι ορόφους του Λευκού Πύργου. Η άκρως ενδιαφέρουσα έκθεση επιστρατεύει όλα τα σύγχρονα τεχνολογικά μέσα (βίντεο, ηχητικά ντοκουμέντα, έντυπες συνθέσεις, οθόνες αφής) για να διαγράψει το πορτρέτο της πόλης. Εικόνες και ήχοι μπλέκονται αρμονικά για να παρασύρουν τον επισκέπτη σε ένα γοητευτικό ταξίδι σε άλλες εποχές. Η ξενάγηση στα 450 τ.μ. του εκθεσιακού χώρου αποτελεί ιδανική αφετηρία της περιήγησης στην πόλη.

Στο ισόγειο, ένα χρονολόγιο αποκαλύπτει την πορεία της ιστορίας της Θεσσαλονίκης, ενώ ένας ψηφιακός χάρτης λειτουργεί ως ξεναγός, παρέχοντας πλήθος πληροφοριών για τους αρχαιολογικούς χώρους, τα μνημεία και τα μουσεία. Ανεβαίνοντας τα πλατιά σκαλοπάτια, αρχίζεις να νιώθεις την ιδιαίτερη ατμόσφαιρα που διατήρησε αναλλοίωτη η πόλη στο πέρασμα του χρόνου.

Πρώτη στάση στον πρώτο όροφο, όπου παρουσιάζονται με τρόπο παραστατικό οι μεταμορφώσεις της πόλης από την ίδρυσή της μέχρι τις αρχές του 20ού αιώνα. Μπροστά σου αναβιώνει η μεγάλη πυρκαγιά του 1917, μέσα από φωτογραφίες και βίντεο της εποχής, αλλά και ηχητικές εγκαταστάσεις. Ο χαμηλός, υποβλητικός φωτισμός προσδίδει μυστήριο στην ατμόσφαιρα, καθώς αρχίζεις να βυθίζεσαι ολοένα και πιο βαθιά στο χθες της πόλης.

Λίγα σκαλοπάτια πιο πάνω, στον κεντρικό χώρο του 2ου ορόφου, επτά οθόνες θα σε ξεναγήσουν στα κυριότερα μνημεία της πόλης (Χρυσή Πύλη, Άγιος Δημήτριος, Επταπύργιο, Ρωμαϊκή Αγορά, κ.ά.), ενώ στα περιμετρικά δωμάτια παρουσιάζονται σημαντικά γεγονότα (Μακεδονικός Αγώνας, Κίνημα Νεότουρκων, Απελευθέρωση Θεσσαλονίκης, κ.ά.) που σημάδεψαν την ιστορία της.

Η Θεσσαλονίκη μέσα από τους ανθρώπους της παρουσιάζεται στον 3ο όροφο, όπου αναδεικνύεται το πολυπολιτισμικό πρόσωπό της. Στον 4ο όροφο, βίντεο και οθόνες αφής σας ταξιδεύουν στους δρόμους του εμπορίου, αναδεικνύοντας τη σημασία της πόλης ως εμπορικού και οικονομικού κέντρου σε όλη την Ευρώπη. Σε ένα από τα περιμετρικά δωμάτια οι ήχοι του ζουρνά σάς μεταφέρουν, έστω και νοερά, στην αγορά της παλιάς Θεσσαλονίκης.

Ανεβαίνετε τα πέτρινα σκαλοπάτια για να γνωρίσετε την πνευματική και πολιτιστική ζωή της Θεσσαλονίκης. Η λογοτεχνική και μουσική παράδοση της πόλης, το θέατρο και ο κινηματογράφος, η γέννηση της τηλεόρασης, ο Τύπος της Θεσσαλονίκης, αλλά και το σύγχρονο πολιτιστικό γίγνεσθαι φανερώνουν τον πολιτιστικό πλούτο της.
 Φτάνοντας στο δώμα του Λευκού Πύργου έχετε την ευκαιρία να μυηθείτε στις τοπικές γεύσεις, προτού καταλήξετε στον εξώστη με την υπέροχη θέα σε όλη την πόλη και τον Θερμαϊκό Κόλπο. Ακόμα και εδώ το παιχνίδι στην ιστορία συνεχίζεται, αφού σε επιλεγμένες επάλξεις ενημερωτικές πινακίδες σάς πληροφορούν για το τι βλέπετε σήμερα και τι έβλεπε κανείς στο παρελθόν.
 
Στοιχεία: Νομαρχία θεσσαλονίκης

Τετάρτη 24 Νοεμβρίου 2010

Ο ΩΚΕΑΝΟΣ


Ο ωκεανός

Γη των θεών φροντίδα,
Ελλάς, ηρώων μητέρα,
φίλη, γλυκεία πατρίδα μου,
νύκτα δουλείας σ' εσκέπασε,
νύκτα αιώνων.
Ούτω εις το χάος αμέτρητον
των ουρανίων ερήμων,
νυκτερινός εξάπλωσεν
έρεβος τα πλατέα
πένθιμα εμβόλια.

Και εις την σκοτιάν βαθείαν,
εις το απέραντον διάστημα,
τα φώτα σιγαλέα
κινώνται των αστέρων
λελυπημένα.
Εχάθηκαν η πόλεις,
εχάθηκαν τα δάση,
κ' η θάλασσα κοιμάται
και τα βουνά ' και ο θόρυβος
παύει των ζώντων.

Εις τα φρικτά βασίλεια
ομοιάζει του θανάτου
η φύσις όλη ' εκείθεν
ήχος ποτέ δεν έρχεται
ύμνων ή θρήνων.
Αλλά των μακαρίων
σταύλων ιδού τα ηώα
κάγκελλα η Ώραι ανοίγουσιν,
ιδού τα ακάμαντα άλογα
του Ηλίου εκβαίνουν.

Χρυσά, φλογώδη, καίουσι
τους δρόμους του αέρος
τα αμιλλητήρια πέταλα '
τους ουρανούς φωτίζουσι
λάμπουσαι η χαίται.
Τώρα εξανοίγει τ' άνθη
εις τον δροσώδη κόλπον
της γης η αυγή' και φαίνονται
τώρα των φιλοπόνων
ανδρών τα έργα.

Τα μυρισμένα χείλη
της ημέρας φιλούσι
το αναπαυμένον μέτωπον
της οικουμένης ' φεύγουσιν
όνειρα, σκότος.
Ύπνος, σιγή, και πάλιν
τα χωράφια, την θάλασσαν,
τον αέρα γεμίζουσι
και τας πόλεις με' κρότον,
ποίμνια και λύραι.

Εις του σπηλαίου το στόμα
ιδού προβαίνει ο μέγας
λέων, τον φοβερόν
λαιμόν τετριχωμένον
βρέμων τινάζει.
Ο αετός αφίνει
τους κρημνούς υψηλούς '
κτυπάουσιν η πτέρυγες
τα νέφη, και τον Όλυμπον
η κλαγγή σχίζει.

Έθλιψε την Ελλάδα
νύκτα πολλών αιώνων,
νύκτα μακράς δουλείας,
αισχύνη ανδρών ή θέλημα
των αθανάτων.
Η χώρα τότε εφαίνετο
ναός ηρειπωμένος,
όπου οι ψαλμοί σιγάουσι
και του κισσού τα ατρέμητα
φύλλα κοιμώνται.

Ωσάν επί την άπειρον
θάλασσαν των ονείρων
ολίγαι, απηλπισμέναι
ψυχαί νεκρών διαβαίνουσι
με' δίχως βίαν .
Ούτως από του ʼθωνος
τα δένδρα, έως τους βράχους
της Κυρήθας, κυλίουσα
την άμαξαν βραδείαν,
ουρανόδρομον '

Η τρίμορφος Εκάτη
εθεώρει τα πλοία,
εις του Αιγαίου τους κόλπους
λάμνοντα αδόξως, φεύγοντα
διασκορπισμένα.
Συ τότε, ω λαμπροτάτη
κόρη Διός, του κόσμου
μόνη παρηγοριά,
την γην μου συ ενθυμήθηκες,
ω Ελευθερία.

Ήλθ' η θεά ' κατέβη
εις τα παραθαλάσσια
κλειτά της Χίου ' τας χείρας
άπλωσ' ορθή, και κλαίουσα
λέγει τοιάδε '
- Ωκεανέ, πατέρα
των χορών αθανάτων,
άκουσον την φωνήν μου,
και της ψυχής μου τέλεσον
τον μέγαν πόθον.

Ένδοξον θρόνον είχον
εις την Ελλάδα ' τύραννοι
προ πολλού τον κρατούσι,
σήμερον συ βοήθησον,
δος μου τον θρόνον.
Όταν τους ανοήτους
φεύγω θνητούς, με δέχονται
η πατρικαί σου αγκάλαι '
η ελπίς μου εις την αγάπην σου
στηρίζεται όλη.

Είπε ' κ' ευθύς επάνω
εις τας ροάς εχύθη
του Ωκεανού, φωτίζουσα
τα νώτα υγρά και θεία,
πρόφαντος λάμψις.
Αστράπτουσι τα κύματα
ως οι ουρανοί, και ανέφελος,
ξάστερος φέγγει ο ήλιος
και τα πολλά νησία
δείχνει του Αιγαίου.

Πρόσεχε τώρα ' ως άνεμος
σφοδρός μέσα εις τα δάση,
ο αλαλαγμός σηκώνεται '
άκουε των πλεόντων
τα έϊα μάλα.
Σχισμένη υπό μυρίας
πρώρας αφρίζει η θάλασσα,
τα πτερωμένα αδράχτια
ελεύθερα εξαπλώνονται
εις τον αέρα.

Επί την λίμνην ούτως
αυγερινά πετάουσι
τα πλήθη των μελίσσων,
όταν γλυκύ του έαρος
φυσάει το πνεύμα.
Επί την άμμον ούτω
περιπατούν οι λέοντες
ζητούντες τα κοπάδια,
την θέρμην των ονύχων
εάν αισθανθώσιν '

Ούτως, εάν την δύναμιν
ακούσουν των πτερύγων
οι αετοί, το κτύπημα
των βροντών υπερήφανοι
καταφρονούσι.
Περιλημένα θρέμματα
Ωκεανού, γενναία
και της Ελλάδος γνήσια
τέκνα, και πρωτοστάται
Ελευθερίας '

Χαίρετε, σεις καυχήματα
των θαυμασίων(Σπετζίας,
Ύδρας, Ψαρών) σκοπέλων,
όπου ποτέ δεν άραξε
φόβος κινδύνου.
Κατευοδοίτε! – Ορμήσατε
τα συναγμένα πλοία,
ω ανδρείοι ' σκορπίσατε
τον στόλον, κατακαύσατε
στόλον βαρβάρων.

Τα δειλά των εχθρών σας
πλήθη καταφρονήσατε '
την κόμην πάντα ο θρίαμβος
στέφει των υπέρ πάτρης
κινδυνευόντων.
Ω επουράνιος χείρα!
σε βλέπω κυβερνούσαν
τα τρομερά πηδάλια,
και των ηρώων η πρώραι
ιδού πετάουν.

Ιδού κροτούν, συντρίβουσι
τους πύργους θαλασσίους
εχθρών απείρων ' σκάφη,
ναύτας, ιστία, κατάρτια
η φλόγα τρώγει '
Και καταπίνει η θάλασσα
τα λείψανα ' την νίκην
ύψωσ', ω λύρα ' αν ήρωες
δοξάζωνται, το θείον
φιλεί τους ύμνους.

Οθωμανέ υπερήφανε,
που είσαι; νέον στόλον
φέρε, ω μωρέ, και σύναξε '
νέαν δάφνην οι Έλληνες
θέλουν αρπάξειν.

Ανδρέας Κάλβος (1792-1869) Ο Ανδρέας Κάλβος γεννήθηκε στην Ζάκυνθο το 1792. Ο πατέρας του, Ιωάννης Κάλβος, ήταν ένας Κερκυραίος κρητικής καταγωγής που παντρεύτηκε την Αδριανή Ρουκάνη. Το 1801-2 ο πατέρας εγκαταλείπει τη μητέρα, παίρνει μαζί του τα δυο παιδιά, τον Ανδρέα και τον αδελφό του Νικόλαο, και εγκαθίσταται στο Λιβόρνο της Ιταλίας, όπου πεθαίνει το 1812.
Ο Ανδρέας χωρίζει από τον αδελφό του, Νικόλαο, ο οποίος θα πάει στην Τεργέστη και θα σταδιοδρομήσει στο εμπόριο. Ο Ανδρέας πηγαίνει στην Φλωρεντία όπου γνωρίζει τον μεγάλο λόγιο και ποιητή Ούγκο Φώσκολο. Η φιλία τους θα κρατήσει χρόνια.
Ο Ανδρέας Κάλβος σπουδάζει Ελληνική, Λατινική και Ιταλική φιλολογία, ταυτόχρονα παραδίδει μαθήματα, αρχίζει τις πρώτες λογοτεχνικές του προσπάθειες και συμμερίζεται τις φιλελεύθερες ιδέες του Φώσκολου.
 Οι δυο φίλοι, κατατρεχόμενοι για τις ιδέες τους, καταφεύγουν το 1815 στην Ελβετία και την επόμενη χρονιά στην Αγγλία, όπου ο Φώσκολος πεθαίνει δώδεκα χρόνια αργότερα.
 Στο Λονδίνο διδάσκει, γράφει, μεταφράζει. Παντρεύεται μια Αγγλίδα, η οποία του χαρίζει μια κόρη, τις χάνει όμως και τις δύο το 1820. Επιστρέφει στην Φλωρεντία και από εκεί ξανά στην Ελβετία, όταν ξεσπά η Ελληνική Επανάσταση.
Με διαλέξεις, ομιλίες, δημοσιεύματα ενθαρρύνει Έλληνες και Φιλέλληνες. Το 1824 τυπώνει στην Γενεύη τις πρώτες δέκα Ωδές και στο Παρίσι, όπου συνεχίζει την πατριωτική δράση, το 1826, τις δέκα επόμενες. Εδώ ο Κάλβος σταματά την δημιουργική ενασχόλησή του με την ποίηση και, φλεγόμενος από ενθουσιασμό, κατεβαίνει στο Ναύπλιο να πολεμήσει.
Ήδη όμως έχουν αρχίσει οι εμφύλιες διαμάχες, οι οποίες τον απογοητεύουν. Έτσι, μετά τη δολοφονία του Καποδίστρια εγκαταλείπει το Ναύπλιο και εγκαθίσταται στην Κέρκυρα, όπου στην αρχή εργάζεται ως οικοδιδάσκαλος, μετά γίνεται καθηγητής της "θεωρητικής φιλοσοφίας" στην Ιόνιο Ακαδημία και το 1841 διευθυντής στο Ιόνιο Γυμνάσιο. Δημοσιεύει τις απόψεις του στην "Επίσημο Εφημερίδα" της Ιονίου Πολιτείας, έπειτα γράφει φλογερά άρθρα για τη συνταγματική μεταρρύθμιση στην ριζοσπαστική εφημερίδα του Πέτρου Βράιλα, "Πατρίς".
Απογοητευμένος από τις περιστάσεις, τα παρατά όλα και ξαναγυρίζει το 1852 στο Λονδίνο, όπου ξεκινά μια νέα ζωή. Το 1853 παντρεύεται τη Σαρλότ Ουώνταμς, η οποία έχει ένα ιδιωτικό σχολείο, όπου και διδάσκει ο Κάλβος εις το εξής. Εκεί ο ποιητής των Ωδών θα ζήσει ευτυχισμένος τα τελευταία δεκαέξι χρόνια της ζωής του. Πέθανε στο Λονδίνο, στις 30 Νοεμβρίου 1869.
Το 1888, σε μια διάλεξη στον "Παρνασσό", ο Κωστής Παλαμάς προβάλλει το έργο του Κάλβου, το οποίο από τότε κερδίζει ευρεία αναγνώριση.

Τρίτη 9 Νοεμβρίου 2010

ΧΩΜΑ ΕΛΛΗΝΙΚΟ


 Χώμα ελληνικό

 

Τώρα που θα φύγω και θα πάω στα ξένα
και θα ζούμε μήνες, χρόνους χωρισμένοι,
άφησε να πάρω κάτι κι από σένα,
γαλανή πατρίδα πολυαγαπημένη,
άφησε μαζί μου φυλαχτό να πάρω
για την κάθε λύπη κάθε τι κακό,
φυλαχτό από αρρώστια, φυλαχτό από Χάρο,
μόνο λίγο χώμα, χώμα ελληνικό.

Χώμα δροσισμένο με νυχτιάς αγέρι,
χώμα βαφτισμένο με βροχή του Μάη,
χώμα μυρισμένο απ' το καλοκαίρι,
χώμα ευλογημένο, χώμα που γεννάει
μόνο με της Πούλιας την ουράνια χάρη,
μόνο με του ήλιου τα θερμά φιλιά,
το μοσχάτο κλήμα το ξανθό σιτάρι,
τη χλωρή τη δάφνη, την πικρήν ελιά.



Χώμα τιμημένο, που 'χουν ανασκάψει
για να θεμελιώσουν έναν Παρθενώνα,
χώμα δοξασμένο, που 'χουν ροδοβάψει
αίματα στο Σούλι και στο Μαραθώνα,
χώμα πο 'χει θάψει λείψαν' αγιασμένα
απ' το Μεσολόγγι κι από τα Ψαρά
χώμα που θα φέρνει στον μικρόν εμένα
θάρρος, περηφάνια, δόξα και χαρά.

Θε να σε κρεμάσω φυλαχτό στα στήθια,
κι όταν η καρδιά μου φυλαχτό σε βάλει
από σε θα παίρνει δύναμη βοήθεια,
μην την ξεπλανέψουν άλλα, ξένα κάλλη.
Η δική σου η χάρη θα με δυναμώνει,
κι όπου κι αν γυρίσω, κι όπου κι αν σταθώ
συ θε να μου δίνεις μια λαχτάρα μόνη,
πότε στην Ελλάδα πίσω θε να 'ρθω.



Κι αν το ριζικό μου - έρημο και μαύρο -
μου 'γραψε να φύγω και να μη γυρίσω,
το στερνό συχώριο εις εσένα θα 'βρω,
το στερνό φιλί μου θε να σου χαρίσω.
Έτσι κι αν σε ξένα χώματα πεθάνω,
και το ξένο μνήμα θα 'ναι πιο γλυκό
σα θαφτείς μαζί μου στην καρδιά μου επάνω,
χώμα αγαπημένο, χώμα ελληνικό.
                                                                                                                     
                                                                                                             Γεώργιος  Δροσίνης


Γεώργιος Δροσίνης (1859-1911). Ο Γεώργιος Δροσίνης καταγόταν από οικογένεια αγωνιστών του Μεσολογγίου και γεννήθηκε στην Αθήνα. Τις εγκύκλιες σπουδές του παρακολούθησε στη Βαρβάκειο Σχολή και το Λύκειο Σουρμελή. Σπούδασε Νομική και, με σύσταση του Νικολάου Πολίτη, Φιλοσοφία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και Ιστορία Καλών Τεχνών και ξένης φιλολογίας στη Γερμανία (Λειψία, Δρέσδη, Βερολίνο 1885-1888). Επέστρεψε στην Αθήνα και από το 1889 ως το 1897 υπήρξε διευθυντής του περιοδικού της Εστίας, που ο ίδιος μετέτρεψε σε εφημερίδα το 1894.
Την ίδια περίοδο διηύθυνε επίσης τα περιοδικά Εθνική Αγωγή και Μελέτη (που ίδρυσε επίσης). Το 1899 μαζί με τον Δημήτριο Βικέλα ίδρυσαν το Σύλλογο προς διάδοσιν ωφελίμων βιβλίων, όπου εξέδωσε λογοτεχνικά έργα, λαογραφικές και άλλες μελέτες.

Το 1901 ίδρυσε τις σχολικές βιβλιοθήκες και το 1908 το εκπαιδευτικό μουσείο. Συνέβαλε επίσης στην ανέγερση του Οίκου Τυφλών και της Σεβαστοπούλειας Επαγγελματικής Σχολής, του Α΄ Εκπαιδευτικού Συνεδρίου του 1907 και της Ελληνικής Λαογραφικής Εταιρίας (1908). Από το 1914 και ως το 1923 διετέλεσε τμηματάρχης του υπουργείου Παιδείας με ευρύ φάσμα δραστηριοτήτων, ενώ υπήρξε επίσης μέλος της Ακαδημίας Αθηνών από το έτος ίδρυσής της (1926).
Από το 1922 διηύθυνε το Ημερολόγιο της Μεγάλης Ελλάδος. Στο χώρο της λογοτεχνίας πρωτοεμφανίστηκε το 1879 με ποιήματά του στο περιοδικό Ραμπαγάς.
Στην πρώτη φάση της λογοτεχνικής παραγωγής του ανήκουν οι συλλογές Ιστοί αράχνης (1880) και Σταλακτίται (1881), με τις οποίες εντάχτηκε στους νεωτεριστές ποιητές που απομακρύνθηκαν από το πομπώδες ύφος των αθηναίων ρομαντικών της Α΄ Αθηναϊκής Σχολής.
Με τις συλλογές Ειδύλλια (1884) και Γαλήνη (1902) προσχώρησε στη γενιά του 1880, ενώ συνέχισε να δημοσιεύει ποιήματα ως το 1930 με τη συλλογή Βραδιάζει, καθώς επίσης διηγήματα και μυθιστορήματα. Πέθανε στην Κηφισιά το 1951.

Ο Γεώργιος Δροσίνης εντάσσεται στους ποιητές της νέας Αθηναϊκής Σχολής, κυρίως λόγω της δημοτικής γλώσσας και της απλότητας της έκφρασης της ποίησής του, καθώς και των επιρροών που δέχτηκε από τους παρνασσιστές γάλλους ποιητές και την παρνασσική ποίηση του Παλαμά.
Στην πεζογραφία του επηρεασμένος από τον Εμμανουήλ Ροΐδη, το Νικόλαο Πολίτη και τον ΄ʼγγελο Βλάχο, αλλά και από τις σπουδές του στη Γερμανία (υπήρξε δια βίου θαυμαστής των Schiller, Wagner και Goethe), επέλεξε συχνά θέματα από τη ζωή στην ελληνική επαρχία προτάσσοντας μια ειδυλλιακή αντιμετώπισή της. Τοποθετείται έτσι στην πρώτη φάση της ηθογραφικής πεζογραφίας στην ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας.