Τετάρτη 24 Νοεμβρίου 2010

Ο ΩΚΕΑΝΟΣ


Ο ωκεανός

Γη των θεών φροντίδα,
Ελλάς, ηρώων μητέρα,
φίλη, γλυκεία πατρίδα μου,
νύκτα δουλείας σ' εσκέπασε,
νύκτα αιώνων.
Ούτω εις το χάος αμέτρητον
των ουρανίων ερήμων,
νυκτερινός εξάπλωσεν
έρεβος τα πλατέα
πένθιμα εμβόλια.

Και εις την σκοτιάν βαθείαν,
εις το απέραντον διάστημα,
τα φώτα σιγαλέα
κινώνται των αστέρων
λελυπημένα.
Εχάθηκαν η πόλεις,
εχάθηκαν τα δάση,
κ' η θάλασσα κοιμάται
και τα βουνά ' και ο θόρυβος
παύει των ζώντων.

Εις τα φρικτά βασίλεια
ομοιάζει του θανάτου
η φύσις όλη ' εκείθεν
ήχος ποτέ δεν έρχεται
ύμνων ή θρήνων.
Αλλά των μακαρίων
σταύλων ιδού τα ηώα
κάγκελλα η Ώραι ανοίγουσιν,
ιδού τα ακάμαντα άλογα
του Ηλίου εκβαίνουν.

Χρυσά, φλογώδη, καίουσι
τους δρόμους του αέρος
τα αμιλλητήρια πέταλα '
τους ουρανούς φωτίζουσι
λάμπουσαι η χαίται.
Τώρα εξανοίγει τ' άνθη
εις τον δροσώδη κόλπον
της γης η αυγή' και φαίνονται
τώρα των φιλοπόνων
ανδρών τα έργα.

Τα μυρισμένα χείλη
της ημέρας φιλούσι
το αναπαυμένον μέτωπον
της οικουμένης ' φεύγουσιν
όνειρα, σκότος.
Ύπνος, σιγή, και πάλιν
τα χωράφια, την θάλασσαν,
τον αέρα γεμίζουσι
και τας πόλεις με' κρότον,
ποίμνια και λύραι.

Εις του σπηλαίου το στόμα
ιδού προβαίνει ο μέγας
λέων, τον φοβερόν
λαιμόν τετριχωμένον
βρέμων τινάζει.
Ο αετός αφίνει
τους κρημνούς υψηλούς '
κτυπάουσιν η πτέρυγες
τα νέφη, και τον Όλυμπον
η κλαγγή σχίζει.

Έθλιψε την Ελλάδα
νύκτα πολλών αιώνων,
νύκτα μακράς δουλείας,
αισχύνη ανδρών ή θέλημα
των αθανάτων.
Η χώρα τότε εφαίνετο
ναός ηρειπωμένος,
όπου οι ψαλμοί σιγάουσι
και του κισσού τα ατρέμητα
φύλλα κοιμώνται.

Ωσάν επί την άπειρον
θάλασσαν των ονείρων
ολίγαι, απηλπισμέναι
ψυχαί νεκρών διαβαίνουσι
με' δίχως βίαν .
Ούτως από του ʼθωνος
τα δένδρα, έως τους βράχους
της Κυρήθας, κυλίουσα
την άμαξαν βραδείαν,
ουρανόδρομον '

Η τρίμορφος Εκάτη
εθεώρει τα πλοία,
εις του Αιγαίου τους κόλπους
λάμνοντα αδόξως, φεύγοντα
διασκορπισμένα.
Συ τότε, ω λαμπροτάτη
κόρη Διός, του κόσμου
μόνη παρηγοριά,
την γην μου συ ενθυμήθηκες,
ω Ελευθερία.

Ήλθ' η θεά ' κατέβη
εις τα παραθαλάσσια
κλειτά της Χίου ' τας χείρας
άπλωσ' ορθή, και κλαίουσα
λέγει τοιάδε '
- Ωκεανέ, πατέρα
των χορών αθανάτων,
άκουσον την φωνήν μου,
και της ψυχής μου τέλεσον
τον μέγαν πόθον.

Ένδοξον θρόνον είχον
εις την Ελλάδα ' τύραννοι
προ πολλού τον κρατούσι,
σήμερον συ βοήθησον,
δος μου τον θρόνον.
Όταν τους ανοήτους
φεύγω θνητούς, με δέχονται
η πατρικαί σου αγκάλαι '
η ελπίς μου εις την αγάπην σου
στηρίζεται όλη.

Είπε ' κ' ευθύς επάνω
εις τας ροάς εχύθη
του Ωκεανού, φωτίζουσα
τα νώτα υγρά και θεία,
πρόφαντος λάμψις.
Αστράπτουσι τα κύματα
ως οι ουρανοί, και ανέφελος,
ξάστερος φέγγει ο ήλιος
και τα πολλά νησία
δείχνει του Αιγαίου.

Πρόσεχε τώρα ' ως άνεμος
σφοδρός μέσα εις τα δάση,
ο αλαλαγμός σηκώνεται '
άκουε των πλεόντων
τα έϊα μάλα.
Σχισμένη υπό μυρίας
πρώρας αφρίζει η θάλασσα,
τα πτερωμένα αδράχτια
ελεύθερα εξαπλώνονται
εις τον αέρα.

Επί την λίμνην ούτως
αυγερινά πετάουσι
τα πλήθη των μελίσσων,
όταν γλυκύ του έαρος
φυσάει το πνεύμα.
Επί την άμμον ούτω
περιπατούν οι λέοντες
ζητούντες τα κοπάδια,
την θέρμην των ονύχων
εάν αισθανθώσιν '

Ούτως, εάν την δύναμιν
ακούσουν των πτερύγων
οι αετοί, το κτύπημα
των βροντών υπερήφανοι
καταφρονούσι.
Περιλημένα θρέμματα
Ωκεανού, γενναία
και της Ελλάδος γνήσια
τέκνα, και πρωτοστάται
Ελευθερίας '

Χαίρετε, σεις καυχήματα
των θαυμασίων(Σπετζίας,
Ύδρας, Ψαρών) σκοπέλων,
όπου ποτέ δεν άραξε
φόβος κινδύνου.
Κατευοδοίτε! – Ορμήσατε
τα συναγμένα πλοία,
ω ανδρείοι ' σκορπίσατε
τον στόλον, κατακαύσατε
στόλον βαρβάρων.

Τα δειλά των εχθρών σας
πλήθη καταφρονήσατε '
την κόμην πάντα ο θρίαμβος
στέφει των υπέρ πάτρης
κινδυνευόντων.
Ω επουράνιος χείρα!
σε βλέπω κυβερνούσαν
τα τρομερά πηδάλια,
και των ηρώων η πρώραι
ιδού πετάουν.

Ιδού κροτούν, συντρίβουσι
τους πύργους θαλασσίους
εχθρών απείρων ' σκάφη,
ναύτας, ιστία, κατάρτια
η φλόγα τρώγει '
Και καταπίνει η θάλασσα
τα λείψανα ' την νίκην
ύψωσ', ω λύρα ' αν ήρωες
δοξάζωνται, το θείον
φιλεί τους ύμνους.

Οθωμανέ υπερήφανε,
που είσαι; νέον στόλον
φέρε, ω μωρέ, και σύναξε '
νέαν δάφνην οι Έλληνες
θέλουν αρπάξειν.

Ανδρέας Κάλβος (1792-1869) Ο Ανδρέας Κάλβος γεννήθηκε στην Ζάκυνθο το 1792. Ο πατέρας του, Ιωάννης Κάλβος, ήταν ένας Κερκυραίος κρητικής καταγωγής που παντρεύτηκε την Αδριανή Ρουκάνη. Το 1801-2 ο πατέρας εγκαταλείπει τη μητέρα, παίρνει μαζί του τα δυο παιδιά, τον Ανδρέα και τον αδελφό του Νικόλαο, και εγκαθίσταται στο Λιβόρνο της Ιταλίας, όπου πεθαίνει το 1812.
Ο Ανδρέας χωρίζει από τον αδελφό του, Νικόλαο, ο οποίος θα πάει στην Τεργέστη και θα σταδιοδρομήσει στο εμπόριο. Ο Ανδρέας πηγαίνει στην Φλωρεντία όπου γνωρίζει τον μεγάλο λόγιο και ποιητή Ούγκο Φώσκολο. Η φιλία τους θα κρατήσει χρόνια.
Ο Ανδρέας Κάλβος σπουδάζει Ελληνική, Λατινική και Ιταλική φιλολογία, ταυτόχρονα παραδίδει μαθήματα, αρχίζει τις πρώτες λογοτεχνικές του προσπάθειες και συμμερίζεται τις φιλελεύθερες ιδέες του Φώσκολου.
 Οι δυο φίλοι, κατατρεχόμενοι για τις ιδέες τους, καταφεύγουν το 1815 στην Ελβετία και την επόμενη χρονιά στην Αγγλία, όπου ο Φώσκολος πεθαίνει δώδεκα χρόνια αργότερα.
 Στο Λονδίνο διδάσκει, γράφει, μεταφράζει. Παντρεύεται μια Αγγλίδα, η οποία του χαρίζει μια κόρη, τις χάνει όμως και τις δύο το 1820. Επιστρέφει στην Φλωρεντία και από εκεί ξανά στην Ελβετία, όταν ξεσπά η Ελληνική Επανάσταση.
Με διαλέξεις, ομιλίες, δημοσιεύματα ενθαρρύνει Έλληνες και Φιλέλληνες. Το 1824 τυπώνει στην Γενεύη τις πρώτες δέκα Ωδές και στο Παρίσι, όπου συνεχίζει την πατριωτική δράση, το 1826, τις δέκα επόμενες. Εδώ ο Κάλβος σταματά την δημιουργική ενασχόλησή του με την ποίηση και, φλεγόμενος από ενθουσιασμό, κατεβαίνει στο Ναύπλιο να πολεμήσει.
Ήδη όμως έχουν αρχίσει οι εμφύλιες διαμάχες, οι οποίες τον απογοητεύουν. Έτσι, μετά τη δολοφονία του Καποδίστρια εγκαταλείπει το Ναύπλιο και εγκαθίσταται στην Κέρκυρα, όπου στην αρχή εργάζεται ως οικοδιδάσκαλος, μετά γίνεται καθηγητής της "θεωρητικής φιλοσοφίας" στην Ιόνιο Ακαδημία και το 1841 διευθυντής στο Ιόνιο Γυμνάσιο. Δημοσιεύει τις απόψεις του στην "Επίσημο Εφημερίδα" της Ιονίου Πολιτείας, έπειτα γράφει φλογερά άρθρα για τη συνταγματική μεταρρύθμιση στην ριζοσπαστική εφημερίδα του Πέτρου Βράιλα, "Πατρίς".
Απογοητευμένος από τις περιστάσεις, τα παρατά όλα και ξαναγυρίζει το 1852 στο Λονδίνο, όπου ξεκινά μια νέα ζωή. Το 1853 παντρεύεται τη Σαρλότ Ουώνταμς, η οποία έχει ένα ιδιωτικό σχολείο, όπου και διδάσκει ο Κάλβος εις το εξής. Εκεί ο ποιητής των Ωδών θα ζήσει ευτυχισμένος τα τελευταία δεκαέξι χρόνια της ζωής του. Πέθανε στο Λονδίνο, στις 30 Νοεμβρίου 1869.
Το 1888, σε μια διάλεξη στον "Παρνασσό", ο Κωστής Παλαμάς προβάλλει το έργο του Κάλβου, το οποίο από τότε κερδίζει ευρεία αναγνώριση.

Δεν υπάρχουν σχόλια: